ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΚΤΙΑ

Αβιοτικοί Παράγοντες επιστροφή

Εικόνα 26: Η θερμοκρασία του θαλασσινού νερού είναι υψηλότερη κοντά στην επιφάνεια

Πηγή: http://marinebio.org

3.2.1. Τα φυσικά χαρακτηριστικά του θαλάσσιου περιβάλλοντος
Η ηλιακή ακτινοβολία είναι η κύρια πηγή θερμότητας για το θαλασσινό νερό. Η θερμοκρασία του νερού εξαρτάται από το βάθος (στην επιφάνεια είναι υψηλότερη) (βλ. εικόνα 26), από το γεωγραφικό πλάτος (στα μικρά πλάτη είναι υψηλότερη) και από την εποχή (διάρκεια ωρών ηλιοφάνειας). Η θερμοκρασία του θαλασσινού νερού συνήθως κυμαίνεται από 28°C μέχρι -2°C.
Το φως είναι επίσης ένας παράγοντας που επηρεάζει τα θαλάσσια οικοσυστήματα, καθώς η διαθεσιμότητά του μειώνεται όσο αυξάνεται το βάθος. Στην επιφάνεια της θάλασσας το φως είναι εντονότερο και εκεί βρίσκεται η ευφωτική ζώνη, ενώ στα μεγαλύτερα βάθη έχουμε την αφωτική ζώνη (βλ. εικόνα 24). Η ευφωτική ζώνη στα θολά παράκτια νερά φτάνει μέχρι τα 30 μέτρα βάθος, ενώ στα καθαρά νερά της ωκεάνιας περιοχής φτάνει μέχρι τα 100-200 μέτρα.

Η αλατότητα του θαλασσινού νερού μειώνεται λόγω της ανάμιξής του με τα νερά της βροχής, από τα νερά των ποταμών που καταλήγουν στη θάλασσα και λόγω της τήξης των παγόβουνων. Η αλατότητα αυξάνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, καθώς έτσι επιταχύνεται η εξάτμιση. Η αλατότητα στην επιφάνεια των ωκεανών κυμαίνεται μεταξύ 33‰ στα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη (μικρότερη εξάτμιση) και 37‰ στα μικρά γεωγραφικά πλάτη, ενώ σε μεγαλύτερα βάθη είναι πιο σταθερή (34.5-35‰). Οι οργανισμοί που είναι προσαρμοσμένοι να ζουν σε ένα εύρος αλατότητας λέγονται ευρύαλοι, ενώ αυτοί που ζουν σε ορισμένη αλατότητα λέγονται στενύαλοι.

Η πυκνότητα του θαλασσινού νερού εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αλατότητα και την υδροστατική πίεση (βάθος). Πιο συγκεκριμένα, η πυκνότητα αυξάνεται με τη μείωση της θερμοκρασίας, με την αύξηση της αλατότητας και με την αύξηση του βάθους. Η θέρμανση των θαλάσσιων υδάτων από τον ήλιο έχει ως αποτέλεσμα το θερμότερο και αραιότερο θαλασσινό νερό να παραμένει στα επιφανειακά στρώματα, ενώ το πιο κρύο νερό που είναι πυκνότερο να βυθίζεται. Η περιοχή όπου η θερμοκρασία του θαλασσινού νερού αλλάζει απότομα ονομάζεται θερμοκλινές (βλ. εικόνα 26). Η εποχιακή πτώση της θερμοκρασίας προκαλεί τη ψύξη των επιφανειακών στρωμάτων του νερού και την καταβύθισή τους σε μεγαλύτερα βάθη. Αυτή η ανταλλαγή υδάτινων μαζών έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των θαλάσσιων ρευμάτων και τη μεταφορά θρεπτικών συστατικών σε μεγαλύτερα βάθη.

3.2.2 Η χημική σύσταση του θαλασσινού νερού
Το θαλασσινό νερό περιέχει ανόργανα άλατα κυρίως χλωρίου και νατρίου (το 86% των διαλυμένων ουσιών στο θαλασσινό νερό) και η συγκέντρωση αυτών καθορίζει την αλατότητα του νερού. Επίσης, περιέχει σε μικρότερες ποσότητες άλατα φωσφόρου, αζώτου, πυριτίου, μαγνησίου, θειικά, ασβεστίου και καλίου. Το θαλασσινό νερό εμπλουτίζεται με άλατα αζώτου (νιτρικά, νιτρώδη, αμμωνιακά) και φωσφόρου κατά την αποικοδόμηση των περιττωμάτων και των νεκρών οργανισμών, τα οποία στη συνέχεια ανέρχονται στην επιφάνεια και χρησιμοποιούνται από τους φυτικούς οργανισμούς για την πρωτογενή παραγωγή.
Το θαλασσινό νερό εμπλουτίζεται σε οξυγόνο, άζωτο και διοξείδιο του άνθρακα κατά την ανάμιξή του με την ατμόσφαιρα. Οξυγόνο παράγεται επίσης και κατά τη φωτοσυνθετική δραστηριότητα των φυκών και των ανώτερων φυτών της θάλασσας. Η συγκέντρωση του οξυγόνου είναι υψηλότερη κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας (ευφωτική ζώνη), μιας και εκεί λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο ποσοστό της φωτοσύνθεσης. Διοξείδιο του άνθρακα παράγεται από την αναπνοή των οργανισμών σε όλα τα βάθη του νερού και από την αποσύνθεση των νεκρών οργανισμών στα μεγαλύτερα βάθη. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο για την αναπνοή των οργανισμών, ενώ το διοξείδιο του άνθρακα είναι απαραίτητο για τη φωτοσύνθεση και τη διατήρηση της οξύτητας (pH) του θαλασσινού νερού. Κατά την αποικοδόμηση της οργανικής ύλης παράγεται επίσης μεθάνιο και υδρόθειο.
Το οργανικό υλικό βρίσκεται στο θαλασσινό νερό είτε ως συστατικό των ιστών των ζωντανών οργανισμών είτε σε διαλυμένη ή κολλοειδή μορφή ή σε μορφή συσσωματωμάτων. Το οργανικό υλικό παράγεται από τα φωτοσυνθετικά φύκη και τα φυτά της θάλασσας και με την κατανάλωση αυτών από τους ζωικούς οργανισμούς εισέρχεται στα τροφικά πλέγματα. Η διάσπαση των περιττωμάτων και των νεκρών φυτικών και ζωικών οργανισμών από τους αποικοδομητές μετατρέπει το οργανικό υλικό σε θρεπτικά άλατα που γίνονται ξανά διαθέσιμα στους φωτοσυνθετικούς οργανισμούς.