ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΚΤΙΑ

Βιοτικοί Παράγοντες επιστροφή

3.3.1. Προσαρμογές οργανισμών στο θαλάσσιο περιβάλλον
Οι αβιοτικές συνθήκες του θαλάσσιου περιβάλλοντος που περιγράφηκαν παραπάνω (μορφολογία υποστρώματος, θερμοκρασία, φως, αλατότητα, βάθος) είναι σημαντικές για την κατανομή των θαλάσσιων οργανισμών, οι οποίοι διαθέτουν ειδικές προσαρμογές για τη διαβίωσή τους σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Οργανισμοί που ζουν σε μεγάλα βάθη (βαθύβιοι) όπου δεν φτάνει το φως έχουν μειωμένη ικανότητα όρασης, διότι δε χρειάζεται να καταναλώσουν ενέργεια για το σχηματισμό οργάνων όρασης. Επίσης, κάποιοι βαθύβιοι οργανισμοί έχουν την ικανότητα να παράγουν φως (βιοφωσφορισμός) με τη βοήθεια οργάνων που ονομάζονται φωτοφόρα με σκοπό να παραπλανούν τους εχθρούς τους ή τα θηράματά τους. Τα βενθικά ψάρια, που μεγάλο μέρος του σώματός τους βρίσκεται μέσα στην άμμο, έχουν και τα δύο τους μάτια στην ίδια πλευρά του σώματος τους (π.χ. γλώσσες). Πολλά ψάρια και τα κεφαλόποδα (χταπόδια, σουπιές, καλαμάρια) μπορούν να αλλάζουν χρωματισμό και έτσι να μιμούνται το περιβάλλον τους. Τα αφρόψαρα που ζουν στην επιφάνεια του νερού έχουν σκούρο χρώμα στη ραχιαία τους επιφάνεια, για να μη διακρίνονται εύκολα από τα θαλασσοπούλια, ενώ η κοιλιακή τους επιφάνεια είναι ανοιχτόχρωμη, για να μη διακρίνονται από τα άλλα ψάρια-θηρευτές που κολυμπούν κάτω από αυτά. Οι πλαγκτονικοί οργανισμοί είναι συνήθως διαφανείς για να μη διακρίνονται εύκολα μέσα στην υδάτινη στήλη. Τα ψάρια που ζουν σε χαμηλές θερμοκρασίες έχουν στο αίμα τους ειδικές πρωτεΐνες που λειτουργούν ως αντιψυκτικά. Κάποια ψάρια που μεταναστεύουν μεταξύ γλυκού και θαλασσινού νερού (π.χ. σολομός, χέλια) μπορούν να ρυθμίζουν τη σύσταση των εσωτερικών τους υγρών, ώστε να προσαρμόζονται στις διαφορετικές αλατότητες.

3.3.2. Κατηγορίες θαλάσσιων οργανισμών
(βλ. εικόνες 27 και 28)
Πελαγικοί είναι οι οργανισμοί που ζουν στη στήλη του νερού και, αν κινούνται παθητικά με τα θαλάσσια ρεύματα, αποτελούν το πλαγκτόν (ιοί, βακτήρια, μύκητες, φυτοπλαγκτόν, ζωοπλαγκτόν), ενώ, αν έχουν ικανότητα αυτόνομης κίνησης, αποτελούν το νηκτόν (θηλαστικά, χελώνες, ψάρια, καλαμάρια, χταπόδια). Το νευστόν είναι μέρος του πλαγκτόν και ζει κοντά στην επιφάνεια του νερού. Βενθικοί είναι οι οργανισμοί που ζουν στον πυθμένα και διακρίνονται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φύκη ή ανώτερα φυτά (Posidonia) που ζουν προσκολλημένα στον πυθμένα και το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζωικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στον πυθμένα (δίθυρα, σαλιγκάρια, σκουλήκια, αστερίες), πάνω στον πυθμένα (καβούρια, γαρίδες, αχινοί, σπόγγοι, ανεμώνες) ή κοντά σε αυτόν (βενθικά ψάρια π.χ. γλώσσες). Οι οργανισμοί που ζουν πάνω στον πυθμένα λέγονται επιπανίδα και αυτοί που ζουν μέσα στον πυθμένα λέγονται ενδοπανίδα. Το ψαμμόν είναι η πανίδα που ζει ανάμεσα στους κόκκους της άμμου.


Εικόνα 27:
Απεικόνιση της μείωσης του οργανικού άνθρακα που δεσμεύεται κατά την
πρωτογενή παραγωγή στην ευφωτική ζώνη με την αύξηση του βάθους


Πηγή: (Open University Course Team, 1999. Seawater: Its composition, properties and behaviour. Butterworth Heinmann)

Εικόνα 28: Αναπαράσταση τροφικής αλυσίδας στο θαλάσσιο περιβάλλον

Πηγή: Lalli, C.M. & Parsons, T.R., 1999. Biological Oceanography – An Introduction. Butterworth Heinmann.

3.3.3. Η χλωρίδα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων (βλ. εικόνα 29)

  • α) Φύκη
    Τα μικροφύκη (φυτοπλαγκτόν) είναι μονοκύτταρα ή αποικιακά φύκη που αιωρούνται στην υδάτινη στήλη και μεταφέρονται παθητικά με τα ρεύματα. Ζουν στα επιφανειακά στρώματα του νερού, όπου η ηλιακή ακτινοβολία είναι επαρκής για τη φωτοσυνθετική τους δραστηριότητα. Τα δινομαστιγωτά και τα διάτομα είναι υπεύθυνα για το μεγαλύτερο ποσοστό της πρωτογενούς παραγωγικότητας στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Τα δινομαστιγωτά διαθέτουν δύο μαστίγια με τα οποία ρυθμίζουν τη βύθισή τους και το κυτταρικό τους τοίχωμα χαρακτηρίζεται από πτερύγια και προεξοχές. Τα διάτομα χαρακτηρίζονται από εντυπωσιακά διακοσμημένα κυτταρικά τοιχώματα από πυρίτιο, που έχουν τη μορφή κουτιού με ερμητικά κλειστό καπάκι.

    Τα μακροφύκη είναι πολυκύτταρα φύκη που συνήθως ζουν προσκολλημένα στον πυθμένα και αποτελούνται κυρίως από τα χλωροφύκη που εμφανίζονται στο πιο ρηχά νερά, τα φαιοφύκη στα ενδιάμεσα βάθη και τα ροδοφύκη στα βαθύτερα στρώματα. Η ονομασία τους σχετίζεται με τις φωτοσυνθετικές χρωστικές που περιέχουν: τα χλωροφύκη είναι πράσινα και περιέχουν χλωροφύλλη a και b, τα φαιοφύκη έχουν καφεκίτρινο χρώμα και περιέχουν ξανθοφύλλες και καροτένια, ενώ τα ροδοφύκη είναι κόκκινα και περιέχουν φυκοερυθρίνη και φυκοκυανίνη. Πολλά από αυτά είναι βιοδείκτες ρύπανσης, μιας και είναι ανθεκτικά στην επίδραση των ρύπων, όπως για παράδειγμα το χλωροφύκος μαρούλι της θάλασσας (Ulva). Το φαιοφύκος Cystoseira σχηματίζει χαρακτηριστικούς καφετί θάμνους σε βραχώδη υποστρώματα της Μεσογείου.

Εικόνα 29: Η χλωρίδα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων

Φυτοπλαγκτόν


Πηγή: http://earthobservatory.nasa.gov


Το χλωροφύκος Ulva (μαρούλι της θάλασσας)


Πηγή: http://perso.orange.fr

Τα λιβάδια της Ποσειδωνίας (Posidonia oceanica)


Πηγή: http://www.archipelago.gr

  • β) Ανώτερα φυτά (αγγειόσπερμα)
    Τα ανώτερα φυτά της θάλασσας μοιάζουν με τα φυτά των χερσαίων οικοσυστημάτων (διαθέτουν ρίζες και φύλλα και αναπαράγονται με άνθη και καρπούς), αναπτύσσονται σε αμμώδη υποστρώματα και σχηματίζουν τα λεγόμενα υποθαλάσσια λιβάδια. Χαρακτηριστικό είδος στη Μεσόγειο είναι η Ποσειδωνία (Posidoniaoceanica), η γνωστή φυκιάδα, της οποίας τα φύλλα μοιάζουν με μακριές πράσινες κορδέλες. Τα φυλλώματα της Ποσειδωνίας αποτελούν σημαντικά οικοσυστήματα για την εύρεση τροφής και καταφυγίου, ενώ προσφέρουν υπόστρωμα για εναπόθεση αυγών ή την προσκόλληση πολλών θαλάσσιων οργανισμών (σπόγγοι, σκουλήκια, καβούρια, γαρίδες, χταπόδια, πέρκες, σάλπες κ.ά.). Οι ρίζες της Ποσειδωνίας δημιουργούν ένα πολύπλοκο δίκτυο που συγκρατεί το θαλάσσιο πυθμένα και τον προφυλάσσει από τη διάβρωση. Τα λιβάδια της ποσειδωνίας παράγουν 10 λίτρα οξυγόνου ανά τετραγωνικό μέτρο την ημέρα. Τα άλλοτε εκτεταμένα λιβάδια της ποσειδωνίας απειλούνται σήμερα από τη ρύπανση (αστικά και βιομηχανικά λύματα), την κατασκευή λιμενικών έργων που υποβαθμίζουν τις περιοχές ανάπτυξης των λιβαδιών αυτών και την αλιεία με μηχανότρατες που ξεριζώνουν τα φυτά σέρνοντας μεγάλα δίχτυα στο βυθό. Η ποσειδωνία που αποτελεί ανώτατη βιοκοινωνική βαθμίδα για τα θαλάσσια οικοσυστήματα χαρακτηρίστηκε ως προστατευόμενο είδος στη σύμβαση της Βαρκελώνης και προστατεύεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία (οδηγία 92/43/ΕΟΚ).

3.3.4. Η πανίδα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων
Το ζωοπλαγκτόν περιλαμβάνει το ολοπλαγκτόν και το μεροπλαγκτόν. Το ολοπλαγκτόν αποτελείται από τους ζωικούς οργανισμούς που περνούν όλη τους τη ζωή σαν μέρος του πλαγκτού, όπως διάφορα πρωτόζωα, μικροσκοπικές μέδουσες (σιφωνοφόρα) και κτενοφόρα, χαιτόγναθοι και πολύχαιτοι (σκουλήκια), ετερόποδα και πτερόποδα (σαλιγκάρια), κωπήποδα και κλαδοκεραιωτά (αρθρόποδα). Οι παραπάνω ονομασίες μπορεί να σας φαίνονται άγνωστες και αυτό συμβαίνει, μιας και ποτέ δεν έχετε γνωρίσει τους μικροσκοπικούς αυτούς οργανισμούς, αφού δεν φαίνονται με γυμνό μάτι. Το μεροπλαγκτόν περιλαμβάνει οργανισμούς που περνούν μόνον τα αρχικά στάδια της ζωής τους (λάρβες) ως μέλη του πλαγκτού, όπως συμβαίνει με κάποια σαλιγκάρια, δίθυρα, βαλάνους, αστερίες, αχινούς, σκουλήκια, καβούρια και ψάρια.
Τα ασπόνδυλα θαλάσσια ζώα (όσα δεν έχουν σκελετό) περιλαμβάνουν:

  • α) Σπόγγους
    Οι σπόγγοι είναι από τα πιο αρχέγονα πολυκύτταρα ζώα και ζουν προσκολλημένοι κυρίως σε βραχώδες υπόστρωμα (βενθικά είδη). Συνήθως ζουν σε αβαθή νερά, αλλά έχουν βρεθεί και είδη που ζουν μέχρι τα 8.500 μέτρα βάθος. Κάποια είδη μοιάζουν με πλάκες, άλλα με χωνιά, με σφαίρες ή με διακλαδισμένους θάμνους. Το σώμα των σπόγγων είναι διατεταγμένο γύρω από κανάλια μέσα στα οποία κυκλοφορεί νερό που μεταφέρει οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά και απομακρύνει τις άχρηστες ουσίες.
  •  β) Κνιδόζωα
    Τα κνιδόζωα (βλ. εικόνα 30) περιλαμβάνουν τα κοράλλια, τις ύδρες, τις μέδουσες και τις θαλάσσιες ανεμώνες. Κάποια από αυτά είναι εδραία είδη (π.χ. ύδρες, κοράλλια) που προσκολλώνται σε βραχώδες υπόστρωμα (βενθικά είδη), κάποια κινούνται (π.χ. μέδουσες), ενώ κάποια άλλα, όπως οι θαλάσσιες ανεμώνες, είναι κατά βάση εδραία, αλλά μπορούν να μετακινηθούν, όταν είναι αναγκαίο. Τα κνιδόζωα χαρακτηρίζονται από την παρουσία εξειδικευμένων κυττάρων στην επιδερμίδα τους (κνιδοκυττάρων) που περιέχουν τη νηματοκύστη. Η νηματοκύστη περιέχει ένα νημάτιο σα μαστίγιο που εκτινάσσεται μετά από μηχανικά ή χημικά ερεθίσματα και εκκρίνει τοξικές ουσίες που χρησιμεύουν για ακινητοποίηση της λείας τους ή για άμυνα. Οι τοξικές αυτές ουσίες είναι υπεύθυνες για το επώδυνο αίσθημα ερεθισμού που αισθανόμαστε, όταν μας τσιμπήσουν τσούχτρες (είδος μέδουσας).

Εικόνα 30: Διάφορα είδη κνιδοζώων

Μέδουσες
Κοράλι
Θαλάσσια ανεμώνα
  • γ) Σκώληκες
    Οι πιο σημαντικοί σκώληκες είναι οι δακτηλιοσκώληκες που χαρακτηρίζονται από μεταμέρεια, δηλαδή από το διαχωρισμό του σώματός τους σε ίδια τμήματα (μεταμερίδια) κατά μήκος όλου του άξονά του. Κάποια είδη είναι πελαγικά (δηλαδή κολυμπούν), άλλα έρπουν στην επιφάνεια του πυθμένα (βενθικά είδη), άλλα διεισδύουν μέσα στην άμμο και κάποια είδη κατασκευάζουν σωλήνες μέσα στους οποίους ζουν. Οι σκώληκες που κολυμπούν και όσοι έρπουν πάνω στον πυθμένα έχουν σε κάθε μεταμερίδιο του σώματός τους ένα ζευγάρι προεκβολές σαν κουπιά, τα παραπόδια, που τους βοηθούν να κινούνται. Αντιθέτως, όσα είδη ζουν μέσα στην άμμο ή σε σωλήνες έχουν πολύ μικρά παραπόδια (εφόσον δεν κολυμπούν και δεν κινούνται πολύ δε χρειάζονται μεγαλύτερα) με άγκιστρα για να μπορούν να συγκρατούνται στην άμμο ή μέσα στο σωλήνα και μπορούν να διεισδύουν στην άμμο ή στο εσωτερικό του σωλήνα με περισταλτικές συσπάσεις του σώματός τους.
  • δ) Μαλάκια
    Τα μαλάκια χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλομορφία και περιλαμβάνουν είδη που διαβιούν σε όλα τα βάθη της θάλασσας, πάνω ή μέσα στο υπόστρωμα του πυθμένα και που ανήκουν σε όλα τα επίπεδα τροφικών αλυσίδων. Περιλαμβάνουν τις πεταλίδες, τα δίθυρα όστρακα (μύδια, στρείδια, χτένια), τα θαλάσσια σαλιγκάρια (γαστερόποδα) και τα κεφαλόποδα (σουπιές, καλαμάρια, χταπόδια) (βλ. εικόνα 31). Οι πεταλίδες έχουν ένα κωνικό όστρακο και με τη βοήθεια ενός ισχυρού μυώδους ποδιού προσκολλώνται πάνω στα βράχια της ζώνης της παλίρροιας. Το όστρακο των διθύρων αποτελείται από δύο όμοια τμήματα (θύρες) που ενώνονται με ένα ελαστικό σύνδεσμο και κλείνουν ερμητικά με τη βοήθεια ισχυρών μυών. Τα δίθυρα έχουν ένα μυώδες πόδι που εξέρχεται από το όστρακο και τα βοηθά να διεισδύσουν στην άμμο. Τα σαλιγκάρια έχουν ένα σπειροειδές όστρακο και με τη βοήθεια ενός ποδιού κινούνται πάνω στο υπόστρωμα ή εισέρχονται μέσα σε αυτό. Τα σαλιγκάρια διαθέτουν ένα μακρύ σίφωνα (σωλήνα) ο οποίος μπορεί να εξέρχεται από την άμμο, όταν οι οργανισμοί είναι θαμμένοι μέσα σε αυτήν, ενώ, όταν κινούνται πάνω στο υπόστρωμα, τον ανεμίζουν. Τα δίθυρα διαθέτουν δύο σίφωνες, από τον έναν εισέρχεται το νερό και από τον άλλον εξέρχεται. Τα δίθυρα που διαθέτουν μακριούς σίφωνες μπορούν να θάβονται πιο βαθιά στην άμμο, ενώ, για παράδειγμα, τα μύδια που δεν θάβονται στην άμμο αλλά προσκολλώνται στα βράχια, έχουν πολύ κοντούς σίφωνες. Ο σίφωνας μπορεί να λειτουργεί ως αισθητήριο όργανο και να λαμβάνει διάφορα χημικά ερεθίσματα που μεταφέρονται μέσα στο νερό (π.χ. παρουσία λείας ή εχθρών, αναπαραγωγικές ουσίες) ή να απορροφά νερό και μαζί με αυτό τα διαλυμένα θρεπτικά συστατικά.

Εικόνα 31: Μαλάκια

Πεταλίδες
Δίθυρα
Θαλάσσια σαλιγκάρια
Πηγή: http://www.biopix.dk Πηγή: Ε. Χατζηνικολάου Πηγή: Ε. Χατζηνικολάου


Χταπόδι (κεφαλόποδα)
Σουπιά (κεφαλόποδα)
Πηγή: http://www.cretaquarium.gr Πηγή: Π. Γρηγορίου

Τα κεφαλόποδα (βλ. εικόνα 31) δε διαθέτουν εξωτερικό όστρακο, μπορεί όμως να έχουν ένα μικρό εσωτερικό όστρακο (σουπιές, καλαμάρια) ή καθόλου όστρακο (χταπόδια). Όλα τα κεφαλόποδα διαθέτουν οκτώ βραχίονες (πόδια) με βεντούζες, ενώ οι σουπιές και τα καλαμάρια έχουν και δύο επιπλέον μακριά εξαρτήματα που ονομάζονται συλληπτήριοι βραχίονες. Οι σουπιές και τα καλαμάρια δε χρησιμοποιούν τους βραχίονες για την κίνησή τους αλλά για τη σύλληψη της λείας τους. Ο μηχανισμός κίνησης εξασφαλίζεται με την εισαγωγή νερού στην κοιλότητα του σώματός τους, το οποίο μετά εκτοξεύουν με δύναμη διαμέσου ενός ανοίγματος (σίφωνας ή χωνί) και με τον τρόπο αυτό κινούνται πολύ γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα καλαμάρια είναι τα πιο γρήγορα υδρόβια ασπόνδυλα, φτάνοντας σε ταχύτητες μέχρι και 40 χιλιόμετρα την ώρα. Τα χταπόδια έχουν προσαρμοστεί σε ένα βενθικό τρόπο ζωής και χρησιμοποιούν τους βραχίονες και τις βεντούζες τους για να κινούνται πάνω στο υπόστρωμα. Παρόλο που διαθέτουν και αυτά τον μηχανισμό κίνησης με εκτόξευση νερού, τον χρησιμοποιούν μόνο, όταν κινδυνεύουν. Τα κεφαλόποδα έχουν ορισμένα εξειδικευμένα κύτταρα στην επιδερμίδα τους, τα χρωματοφόρα, με τα οποία μπορούν να αλλάζουν συνεχώς το χρωματισμό τους. Έτσι μπορούν να μιμούνται απόλυτα το περιβάλλον τους και να πετυχαίνουν πλήρη κάλυψη από τους εχθρούς τους ή να σημαίνουν συναγερμό, όταν βρίσκονται σε κατάσταση κινδύνου. Επίσης, τα κεφαλόποδα έχουν ένα σάκο με μελάνι, τον οποίο εκτοξεύουν, όταν βρίσκονται σε κίνδυνο για να μπορέσουν να μπερδέψουν τον εχθρό τους και να διαφύγουν.

Εικόνα 32: Αρθρόποδα

Καβούρι
Πάγουρος
Πηγή: Π. Γρηγορίου
Βάλανοι
Γαρίδα
Πηγή: Π. Γρηγορίου
Καραβίδα
Αστακοκαραβίδα
Πηγή: http://www.cretaquarium.gr - http://www.hcmr.gr
  • ε) Αρθρόποδα
    Τα αρθρόποδα (πάνω από 750.000 είδη) (βλ. εικόνα 32) είναι το μεγαλύτερο άθροισμα του ζωικού βασιλείου και στο θαλάσσιο οικοσύστημα αντιπροσωπεύονται κυρίως από τα καρκινοειδή (39.000 είδη). Χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ποικιλομορφία και καταλαμβάνουν ένα μεγάλο εύρος ενδιαιτημάτων. Τα καρκινοειδή χαρακτηρίζονται από έναν χιτινώδη αρθρωτό εξωσκελετό που κατά την ανάπτυξη του οργανισμού ανανεώνεται με μια διαδικασία που λέγεται έκδυση. Διαθέτουν δύο ανεπτυγμένα μάτια και δύο κεραίες. Έχουν εξειδικευμένα αρθρωτά εξαρτήματα για να μπορούν να κολυμπούν, να έρπουν ή να εισχωρούν στην άμμο και στοματικά εξαρτήματα, για να τεμαχίζουν την τροφή και να την οδηγούν στο στόμα ή για να διηθούν το νερό. Χαρακτηριστικά θαλάσσια καρκινοειδή είναι τα καβούρια, οι γαρίδες, οι καραβίδες, οι αστακοί, οι βάλανοι, οι πάγουροι, διάφορα ισόποδα και αμφίποδα. Οι βάλανοι είναι εδραίοι οργανισμοί, οι οποίοι προσκολλώνται στα βράχια και το σώμα τους περικλείεται από ασβεστολιθικές πλάκες, που ανοίγουν για την έξοδο των εξαρτημάτων συλλογής της τροφής. Οι πάγουροι είναι καβούρια με σχετικά μαλακό σώμα, τα οποία καταλαμβάνουν άδεια όστρακα που βρίσκουν στον πυθμένα και ζουν μέσα σε αυτά.
  • στ) Εχινόδερμα
    Το σώμα των εχινόδερμων (βλ. εικόνα 33) χαρακτηρίζεται από ακτινωτή συμμετρία (χωρίζεται σε 5 τμήματα γύρω από έναν κεντρικό άξονα). Οι αχινοί έχουν ασβεστολιθικό σφαιρικό σκελετό με αγκάθια, στο κάτω μέρος του οποίου είναι το στόμα τους, που διαθέτει ειδική συσκευή για τη βόσκηση φυκών (ο λύχνος του Αριστοτέλη). Διαθέτουν υδροφορικό σύστημα για τη διακίνηση του νερού στο εσωτερικό του σώματός τους, που συμβάλλει στην κίνηση των βαδιστικών τους ποδίσκων που βρίσκονται ανάμεσα στα αγκάθια. Οι αστερίες έχουν 5 βραχίονες στο κάτω μέρος των οποίων είναι οι βαδιστικοί ποδίσκοι και κεντρικά είναι το στόμα τους. Όταν τρέφονται, το στομάχι τους μπορεί να εξέρχεται από το στόμα και να καταπίνει ολόκληρο το θήραμα. Τα κρινοειδή (μοιάζουν με φυτά αλλά δεν είναι) είναι συνήθως προσκολλημένα στο υπόστρωμα και έχουν ένα θύσανο από βραχίονες με ποδίσκους. Τα ολοθουροειδή (αγγούρι της θάλασσας) έχουν επιμήκες σώμα με πολύ σκληρό δέρμα και κινούνται πολύ αργά. Μπορεί να διαθέτουν ποδίσκους διασκορπισμένους στην επιφάνεια τους ή και να μη διαθέτουν καθόλου, οπότε κινούνται με συσπάσεις των μυών του σώματος.

Εικόνα 33: Εχινόδερμα

Αχινός
Αγγούρι της θάλασσας

Αστερίες
Πηγή: http://www.digischool.nl - http://commons.wikimedia.org

Η σύσταση του βένθους και του πλαγκτού σε μια περιοχή αποτελεί βιοδείκτη για την ισορροπία του οικοσυστήματος. Μια μέση σύσταση βένθους σε μαλακό υπόστρωμα στις ελληνικές θάλασσες περιλαμβάνει πολύχαιτους (40-55%), μαλάκια (15-25%), καρκινοειδή (10-20%), εχινόδερμα (5-8%) και λοιπές ομάδες (5-10%). Σε περιοχές που η βιοποικιλότητα έχει υποβαθμιστεί τα εχινόδερμα, τα καρκινοειδή και διάφορες μικρές ομάδες ελαττώνονται δραματικά, με συνέπεια, οι βιοκοινότητες να αποτελούνται κυρίως από πιο ανθεκτικά είδη, όπως οι πολύχαιτοι (70-90%) και τα μαλάκια (10-20%). Επίσης, στις περιοχές που εμφανίζουν σημάδια υποβάθμισης το ζωοπλαγκτόν αποτελείται ως επί το πλείστον από κωπήποδα (ως και 99.5%) ή κλαδοκεραιωτά.

Τα σπονδυλωτά ζώα της θάλασσας (όσα έχουν σκελετό) περιλαμβάνουν τα ψάρια, τα ερπετά (χελώνες, θαλάσσια φίδια) και τα θηλαστικά (φάλαινες, δελφίνια, φώκιες).
Στη Μεσόγειο ζουν τρία είδη χελώνας (βλ. εικόνα 34): η δερματοχελώνα (Dermocheluscoriacea), η πράσινη χελώνα (Cheloniamydas) και η θαλάσσια χελώνα Carettacaretta. Η δερματοχελώνα είναι η μεγαλύτερη, με βάρος που φτάνει στα 600 κιλά και μήκος κελύφους στα 2 μέτρα. Το κέλυφός της δεν αποτελείται από κόκαλο, αλλά από ένα είδος δερμάτινων πλακών. Η πράσινη χελώνα, που πήρε το όνομά της από το χρώμα του όστρακού της, έχει μήκος μέχρι 125 εκ. και βάρος μέχρι 300 κιλά.

Εικόνα 34: Θαλάσσιες χελώνες της Μεσογείου

Πρασινοχελώνα
Δερματοχελώνα
Πηγή: http://www.wwf.gr

Η Carettacaretta είναι η μόνη θαλάσσια χελώνα που αναπαράγεται στην Ελλάδα. Είναι μετρίου μεγέθους χελώνα, το μέγεθος από το καβούκι της φτάνει σε μήκος το 1 μέτρο και το βάρος της τα 90 κιλά. Το στόμα της μοιάζει με ράμφος παπαγάλου και είναι έτσι κατασκευασμένο, για να μπορεί να σπάει τα σκληρά όστρακα και αρθρόποδα με τα οποία τρέφεται. Κάθε καλοκαίρι πάνω από 2500 Carettacaretta έρχονται να γεννήσουν τα αυγά τους στις παραλίες της Ζακύνθου (κόλπος του Λαγανά), της Πελοποννήσου (κόλπος Κυπαρισσίας και κόλπος Λακωνικού, περιοχή Κορώνης), της Κρήτης (Ρέθυμνο, κόλποι Χανιών και Μεσσαρά) και της Κεφαλονιάς (περιοχή μεταξύ Σκάλας και Ληξουρίου). Οι χελώνες έρχονται κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος για όλη τους τη ζωή, για να γεννήσουν τα αυγά τους, οπότε, εάν οι βιότοποι αυτοί υποβαθμιστούν, αυτό θα έχει δραματικές συνέπειες στο μέγεθος του πληθυσμού τους. Οι θηλυκές χελώνες ανοίγουν ένα λάκκο στη ζεστή άμμο κάποιο βράδυ από το Μάιο μέχρι το τέλος Αυγούστου και γεννάνε 115 περίπου αυγά τα οποία σκεπάζουν. Μετά από 66 μέρες τα μικρά χελωνάκια βγαίνουν από τα αυγά, ξεθάβονται από την άμμο και κατευθύνονται προς τη θάλασσα. Όσα καταφέρουν να επιβιώσουν από τα θαλασσοπούλια και τα μεγάλα ψάρια που τα αρπάζουν για τροφή, μεταφέρονται στο ανοιχτό πέλαγος και περνούν εκεί τα πρώτα 20-30 χρόνια της ζωής τους, μέχρι να ενηλικιωθούν. Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε σύνολο 1000 νεοσσών επιβιώνει μόνο ένας.
Η Carettacaretta απειλείται σήμερα με εξαφάνιση. Πριν από 80 χρόνια ο πληθυσμός της στη Μεσόγειο ξεπερνούσε τις 50.000, όμως, μετά τη ραγδαία τουριστική ανάπτυξη, απομένουν λιγότερες από 4.000. Οι βασικότεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι χελώνες, είναι η υποβάθμιση των περιοχών ωοτοκίας, λόγω της τουριστικής ανάπτυξης, η εμπλοκή τους σε αλιευτικά εργαλεία και η ρύπανση της θάλασσας από πλαστικά. Η WWF Ελλάς, το 1993, αγόρασε την περιοχή που περιβάλλει την παραλία των Σεκανίων στη Ζάκυνθο (εκεί βρίσκονται οι σημαντικότερες περιοχές για την ωοτοκία της Carettacaretta) και το 1999 ιδρύθηκε το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου και τα Σεκανιά ορίστηκαν ως περιοχή απόλυτης προστασίας. Σημαντική είναι, επίσης, η δράση του μη-κερδοσκοπικού συλλόγου για την Προστασία της Θαλάσσιας Χελώνας, ΑΡΧΕΛΩΝ.

Εικόνα 35: Θαλάσσια θηλαστικά της Μεσογείου

Μεσογειακή φώκια
Monachus monachus
Κοινό δελφίνι
Φυσητήρας

Πηγή: http://news.pathfinder.gr- http://www.archipelago.gr

Τα θηλαστικά στις ελληνικές θάλασσες περιλαμβάνουν τις φώκιες, τις φάλαινες και τα δελφίνια (βλ. εικόνα 35). Η Εταιρεία για τη Μελέτη και Προστασία της Μεσογειακής Φώκιας (MΟm) εκτιμά πως στις ελληνικές θάλασσες φιλοξενείται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της μεσογειακής φώκιας Monachusmonachus,που περιλαμβάνειπερίπου 250 άτομα, τη στιγμή που ο παγκόσμιος πληθυσμός κυμαίνεται μόλις στα 400-600 άτομα. Η Monachusmonachus έχει μήκος γύρω στα 2 μέτρα και βάρος περίπου 300 κιλά. Έχει κοντό και στιλπνό τρίχωμα με ανοικτό γκρι ως σκούρο καφέ χρώμα. Οι θηλυκές γεννούν συνήθως ένα μικρό κάθε ένα ή δύο χρόνια κατά την περίοδο μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου, μέσα σε θαλάσσιες σπηλιές. Τρέφονται με ψάρια και κεφαλόποδα και, παρόλο που έχουν πνεύμονες, μπορούν να καταδύονται ακόμα και για 15 ολόκληρα λεπτά, φτάνοντας στα 100 μέτρα βάθος. Οι κίνδυνοι για τη θαλάσσια φώκια οφείλονται στη ρύπανση, στην καταστροφή των βιοτόπων της, λόγω του τουρισμού, και στην εμπλοκή των ατόμων σε αλιευτικά εργαλεία (π.χ. δίχτυα). Επίσης, σε μερικές περιοχές οι φώκιες κινδυνεύουν από ανεπάρκεια τροφής, λόγω της υπεραλίευσης, με αποτέλεσμα να πλησιάζουν τα δίχτυα των ψαράδων για να βρουν τροφή, κάτι που δημιουργεί ανταγωνισμό με τους ψαράδες. Η μεσογειακή φώκια είναι προστατευόμενο είδος και το 2000 καταχωρήθηκε στο Κόκκινο Βιβλίο του IUCN (International Union for Conservation of Nature and Natural Resources) ως ιδιαίτερα κινδυνεύον είδος. Σήμερα υπάρχουν δύο θαλάσσια πάρκα για την προστασία της, στη νήσο Μαδέιρα (Πορτογαλία) και στην Αλόννησο (Β. Σποράδες).
Τα δελφίνια και οι φάλαινες ανήκουν στα θηλαστικά και αναπνέουν με πνεύμονες. Είναι κοινωνικά ζώα και ζουν ομαδικά. Παράγουν μια ποικιλία ήχων με τους οποίους φαίνεται ότι επικοινωνούν. Τρέφονται κυρίως με ψάρια και κεφαλόποδα. Τα κητώδη που επισκέπτονται συχνότερα τις ελληνικές θάλασσες είναι το κοινό δελφίνι (Delphinusdelphis), το σταχτοδέλφινο (Grampusgriseus), το ζωνοδέλφινο (Stenella coeruleoalba), το ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus), η ραμφοφάλαινα ή ζιφιός (Ziphiuscavirostris) και ο φυσητήρας (Physetermacrocephalus). Λιγότερο συχνά απαντώνται το μαυροδέλφινο (Globicephalamelas), το σπαθοδέλφινο ή όρκα (Orcιnusorca), η ρυγχοφάλαινα (Balaenopteraacutorostrata), η πτεροφάλαινα (Balaenopteraphysalus) και η φώκαινα (Phocoenaphocoena). Το ζωνοδέλφινο και το ρινοδέλφινο χαρακτηρίζονται ως ευαίσθητα είδη που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης, ενώ το κοινό δελφίνι, ο φυσητήρας και η φώκαινα είναι είδη που κινδυνεύουν σε εξαιρετικά υψηλό βαθμό (σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο του IUCN). Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν τα κητώδη είναι η ρύπανση από τοξικές ουσίες, που συσσωρεύουν στο σώμα τους μιας και βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν ασθένειες, ο εγκλωβισμός τους σε αλιευτικά εργαλεία (αφρόδιχτα) και η παράνομη χρήση δυναμίτη, η έλλειψη τροφής, λόγω μείωσης των αλιευμάτων, οπότε και μπλέκονται στα δίχτυα των ψαράδων για να βρουν ψάρια να τραφούν, η εσκεμμένη θανάτωσή τους (από ψαράδες για ανταγωνιστικούς λόγους ή για τροφή σε κάποιες χώρες, αν και η φαλαινοθηρία απαγορεύτηκε το 1986) ή ακόμα και ο αιχμαλωτισμός τους σε μεγάλα ενυδρεία και δελφινάρια. Στις 25 Νοεμβρίου του 1999 θεσμοθετήθηκε το πρώτο καταφύγιο για δελφίνια και φάλαινες στη Μεσόγειο, μετά από κοινή συμφωνία των υπουργών περιβάλλοντος της Ιταλίας, της Γαλλίας και του Μονακό. Το καταφύγιο έχει έκταση 84.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και απλώνεται μεταξύ της Κυανής Ακτής, του Μονακό, των Νησιών Κορσικής και Σαρδηνίας και της ακτής της Λιγουρίας στην Ιταλία.