|
|

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ
4. |
Επιφανειακά ύδατα: Βιοποικιλότητα |
|
Η βιοποικιλότητα των εσωτερικών υδάτων της χώρας μας είναι ιδιαιτέρως πλούσια, καθώς υπάρχουν πολλά ενδημικά είδη που απαντώνται μόνο στην Ελλάδα, ενώ εκτιμάται ότι ένας σημαντικός αριθμός ειδών δεν έχει ακόμα καταγραφεί, επειδή τα οικοσυστήματα αυτά δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς. Η πανίδα των επιφανειακών υδάτων περιλαμβάνει βενθικούς οργανισμούς, ψαμμόν, φυτο- και ζωοπλαγκτόν, ψάρια, χελώνες και θηλαστικά. Στα ποτάμια και κυρίως στις περιοχές με μεγάλη ροή η χαρακτηριστική υδρόβια βλάστηση είναι το περίφυτο, που περιλαμβάνει προσκολλημένα διάτομα, χλωροφύκη, κυανοβακτήρια, ροδοφύκη, χρυσοφύκη, κ.λπ.
4.1. Φυτικοί οργανισμοί
Στην παράκτια περιοχή των λιμνών (βάθος 2-4 μέτρα) η χαρακτηριστική βλάστηση αποτελείται από είδη με επιπλέοντα φύλλα που ευνοούν τη φωτοσύνθεση, όπως είναι τα νούφαρα (Nymphaeaalba, Numharlutea). Χαρακτηριστικούς λειμώνες στα έλη σχηματίζουν τα βούρλα (Juncusacutus). Άλλα υδρόβια φυτά που συναντώνται σε λίμνες και έλη της Ελλάδας είναι το αγριοκάλαμο (Phragmitesaustralis), ο σκίρπος (Scirpusmucronatus), το ψαθί (Typhalatipholia, Typhaangustifolia) και το μυριόφυλλο (Myriophyllum). Η άγρια μορφή του παρθενικού κρίνου (Liliumcandidum), το νερόκρινο (Irispseudacorus) και το λευκόιο (Leucojumaestivum),ένα βολβώδες φυτό που φυτρώνει σε υγρά και λασπώδη εδάφη κοντά σε έλη, είναι μόνο μερικά από τα ενδημικά είδη των υγροτόπων της Ελλάδας, τα οποία σήμερα βρίσκονται σε λίγες μόνο τοποθεσίες και θεωρούνται απειλούμενα εξαιτίας των αποξηράνσεων και της μετατροπής των υγρολίβαδων σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Στα μεγάλα ποτάμια με γρήγορη ροή πιο συχνά συναντάμε μικρά είδη φυτών, όπως τα βρύα, που φύονται πάνω στις πέτρες και δεν επηρεάζονται από τη ροή του νερού. Τα μεγάλα σε μέγεθος φυτά δεν μπορούν να στερεωθούν καλά στις πέτρες ή το χώμα και παρασύρονται από τη γρήγορη ροή του νερού. Σε σημεία περιορισμένης ροής, όπως, για παράδειγμα, στις όχθες των ποταμών, στις λίμνες και στα έλη, αναπτύσσονται καλαμιώνες και παρόχθια δάση (παραποτάμια ή αζωνικά δάση).
Τα παρόχθια δάση σχηματίζονται σε έδαφος που είναι κορεσμένο σε νερό, επομένως τα είδη δέντρων που φύονται εκεί προσαρμόζονται σε συνθήκες έλλειψης οξυγόνου. Τα παρόχθια δάση είναι από τα πιο παραγωγικά οικοσυστήματα, αν και φύονται πάνω σε φτωχά αμμώδη εδάφη, επειδή προσλαμβάνουν θρεπτικά συστατικά από την ιλύ (λάσπη) που εναποτίθεται στο έδαφος με το νερό και επειδή ανακυκλώνουν γρήγορα τα φύλλα και τα κλαδιά τους που πέφτουν στο έδαφος. Τα είδη που συναντάμε στα παρόχθια δάση είναι ιτιές, λεύκες, σκλήθρα, πλατάνια, οξύφυλλη φράξος, η ποδισκοφόρος δρυς, διάφορα είδη φτελιάς, αγριοκερασιάς, καρυδιάς, καθώς και διάφορα αναρριχητικά είδη, όπως ο κισσός, ο λυκίσκος, το αγιόκλημα, η περικοκλάδα κ.λπ. Πολλά είδη θηλαστικών (κουνάβι, σκίουρος, νυφίτσα, ασβός, σκαντζόχοιρος, αγριογούρουνο, τσακάλι, λύκος, ποντικός και νυχτερίδα), ερπετών, αμφιβίων, πουλιών (φασιανός, δρυοκολάπτης, θαλασσαετός) και εντόμων βρίσκουν καταφύγιο στα παρόχθια δάση. Στην Ελλάδα παραποτάμια δάση υπάρχουν στο Φράξο της Αιτωλοακαρνανίας και στο Κοντζά Ορμάν στις εκβολές του Νέστου. Σημαντικό θεωρείται επίσης το δάσος στο δέλτα του Δούναβη. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα δάση αυτά προκαλείται από τη διευθέτηση της κοίτης των ποταμών και την κατασκευή φραγμάτων που εμποδίζουν τη μεταφορά ιλύος, τις εκχερσώσεις, την υπερβόσκηση και τη ρύπανση των επιφανειακών νερών.
4.2. Ζωικοί οργανισμοί
4.2.1. Ασπόνδυλα
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν διάφορα έντομα, σκουλήκια και μαλάκια. Τα πιο χαρακτηριστικά είδη των ελληνικών επιφανειακών υδάτων είναι: α) τα υδρόβια σαλιγκάρια, β) τα δίθυρα μαλάκια, γ) τα υδρόβια σκαθάρια, δ) οι λιβελλούλες και ε) τα κουνούπια. Το 90% των ασπόνδυλων στα ρέοντα ύδατα είναι έντομα, τα οποία έχουν μεγάλη προσαρμοστικότητα στις συνθήκες του περιβάλλοντος αυτού. Οι ασπόνδυλοι οργανισμοί των ρεόντων υδάτων έχουν αναπτύξει ειδικές προσαρμογές έναντι στην αυξημένη ταχύτητα ροής του νερού, όπως είναι η αεροδυναμική κατασκευή του σώματός τους (π.χ. στις νύμφες), τα δυνατά μέλη και τα εξαρτήματα προσκόλλησης στους βράχους ή στο υπόστρωμα (π.χ. δυνατά νύχια, άγκιστρα), οι μυζητήρες (π.χ. στις βδέλλες), τα νήματα μεταξιού και άλλου είδους κολλητικές εκκρίσεις με τις οποίες στερεώνονται στο υπόστρωμα. Τα υδρόβια ασπόνδυλα αποτελούν τροφή για τα αμφίβια, τα πουλιά και τα ψάρια.
4.2.2. Ψάρια
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 126 είδη ψαριών του γλυκού νερού. Από τα είδη αυτά, τα 19 έχουν εισαχθεί στη χώρα και τα 81 είναι αυτόχθονα είδη που ζουν αποκλειστικά σε γλυκά νερά. Το 63% περίπου των αυτόχθονων ειδών είναι ενδημικά είδη της Ελλάδας, αν και μερικά από αυτά απαντώνται επίσης στο νοτιότερο τμήμα γειτονικών Βαλκανικών χωρών. Από τα ενδημικά αυτά είδη το πιο γνωστό είναι ο νανογοβιός, ένα ψάρι που ζει στην Τριχωνίδα και ονομάστηκε έτσι, επειδή είναι το μικρότερο ψάρι της Ευρώπης.Άλλο ενδημικό είδος είναι η λιπαριά (Alosamacedonica) που υπάρχει μόνο στη Βόλβη. Τα πιο γνωστά ψάρια των Ελληνικών υγροτόπων είναι: το αλευρίκι (Stizostedion lucioperca), το ασπρογρίβαδο ή κυνηγός (Aspiusaspius), ο βάρβος (Βarbousbarbous), το γιλάρι ή σύρτι (Chondrostoma nasus), το γλήνι (Tinca tinca), ο γουλιανός (Silurus glanis), ο κέφαλος (Leuciscus cephalus), ο κυπρίνος ή γριβάδι (Cyprinus carpio), το λαβράκι (Dicentrarchus labrax), τομικρόσιρκο (Leucaspiusdelineatus), η πέστροφα (Salmotrutta), η πεταλούδα (Carassiusauratusgibelio), η πλατάνα ή λεστιά (Abramisbrama), η τούρνα (Esoxlucius), τοτσιρώνι (Rutilus rutilus) και το χέλι (Anguilla anguilla).
Σύμφωνα με τη «Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης» (I.U.C.N.), 34 από τα ψάρια των ελληνικών υγροτόπων κατασσόνται στην κόκκινη λίστα με βαθμό επικινδυνότητας από «κρισίμως απειλούμενα» (critically endangered) μέχρι «τρωτά» (vulnerable). Ένα από τα «κρισίμως απειλούμενα» είναι το πετρόψαρο (Barbus euboicus), ενώ η πέστροφα (Salmo peristericus) και η τσίμα (Pseudophoxinus prespensis) κατατάσσονται στα «απειλούμενα» και απαιτούνται άμεσες παρεμβάσεις για την προστασία τους. Στην κατηγορία «τρωτά» ανήκουν η βρυγοβελονίτσα (Cobitis meridionalis), το τσιρόνι (Alburnus belvica) και η μπράνα (Barbus prespensis).
Τα ψάρια των ρεόντων επιφανειακών υδάτων έχουν αναπτύξει προσαρμογές για να αντιμετωπίσουν την έντονη ροή των υδάτων, ώστε να μπορούν να κινούνται στο νερό και να εναποθέτουν με ασφάλεια τα αυγά τους. Τέτοιες προσαρμογές είναι το υδροδυναμικό σχήμα του σώματός τους, το πεπλατυσμένο σώμα στα ψάρια του βυθού (κυπρινοειδές Gobio) και τα εξαρτήματα προσκόλλησης (π.χ. βεντούζες) στο μπροστινό τους χείλος (π.χ. γκαβόχελο, βδέλλα). Ορισμένα είδη, όπως ο σολομός και το χέλι που μεταναστεύουν από τη θάλασσα στα ποτάμια κατά την περίοδο αναπαραγωγής τους, μπορούν να κολυμπούν αντίθετα προς την κατεύθυνση της ροής του νερού.
4.2.3. Αμφίβια
Τα πιο κοινά αμφίβια των ελληνικών επιφανειακών υδάτων είναι οι σαλαμάνδρες, όπως η κοινή σαλαμάνδρα (Salamandrasalamandra) και ο χτενοτρίτωνας (Trituruscristatus) και οι βάτραχοι, όπως ο κοινός φρύνος (Bufobufo), ο δενδροβάτραχος (Hylaarborea), ο ελληνοβάτραχος (Ranagraeca) και ο πρασινοβάτραχος (Ranaridibundabalcanica).
4.2.4. Ερπετά
Αντιπροσωπευτικά είδη ερπετών που ζουν στα υγροτοπικά οικοσυστήματα των επιφανειακών υδάτων είναι η βαλτοχελώνα (Emysorbicularis), η τρανόσαυρα (Lacertatrilineata), η πρασινόσαυρα (Lacertaviridis), το σιλιβούτι ή καστανόσαυρα (Podarciserhardii), ο τυφλίτηςή φιδόσαυρα (Ophisaurusapodus) και διάφορα φίδια του νερού, όπως ο πρασινολαφιάτης ή γιατρόφιδο (Elaphelongissima), το νερόφιδο (Natrixnatrix) και η δεντρογαλιά ή σαπίτης (Malpolonmonspessulanus).
4.2.5. Πουλιά
Στην Ελλάδα έχουν παρατηρηθεί πάνω από 400 είδη πουλιών και τα περισσότερα από αυτά συναντώνται σε παράκτιους ή σε εσωτερικούς υγρότοπους. Κάποια από τα πουλιά αυτά ζουν στη χώρα μας, ενώ άλλα είναι μεταναστευτικά και περνούν από τους ελληνικούς υγρότοπους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους από το βορρά προς στο νότο και αντίστροφα. Οι υγρότοποι είναι πολύ σημαντικές περιοχές για την αναπαραγωγή και τη διαχείμαση των υδρόβιων και αρπακτικών πουλιών. Στον Πίνακα 3 παρατίθενται τα πιο σημαντικά πουλιά των ελληνικών υγρότοπων.
Σύμφωνα με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 123 είδη πουλιών της Ελλάδας κατατάσσονται στην κατηγορία των σπάνιων και απειλούμενων ειδών. Από αυτά, τα πιο σημαντικά υγροτοπικά είδη είναι:
- Η κοκκινόχηνα (Brantaruficollis): μία από τις μικρότερες σε μέγεθος αγριόχηνες του κόσμου. Εχει μήκος σώματος 53-56 εκ. Ζει σε χαμηλούς χωματόλοφους, συνήθως σε πρανή ποταμών ή λιμνών.
- Η λεπτομύτα (Numeniustenuirostris): είναι ένα μεσαίου μεγέθους παρυδάτιο, ένα από τα 6 είδη πουλιών του ίδιου γένους που υπάρχουν στον πλανήτη μας σήμερα. Οι τελευταίες φωλιές λεπτομύτας ανακαλύφθηκαν το 1924 στη ΝΔ Σιβηρία, αλλά παρολαυτά μεμονωμένα άτομα συνεχίζουν να καταγράφονται ακόμα. Η πρώτη καταγραφή της στην Ελλάδα έγινε στην Κέρκυρα στα 1857. Έκτοτε, έχουν καταχωρηθεί 112 καταγραφές (αν και λίγες από αυτές αναφέρονται στο ίδιο ή στα ίδια πουλιά), αριθμός που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ, ιδιαίτερα τα πολύ πρόσφατα χρόνια. Τον Οκτώβριο του 1978 είχε καταγραφεί ένα κοπάδι των 150 πουλιών, αλλά πιστεύεται ότι τόσο μεγάλες συγκεντρώσεις δεν θα ξαναεμφανιστούν μιας και οι πιο πρόσφατες παρατηρήσεις των ορνιθολόγων δεν ξεπερνούν τα 5 άτομα. Οι πιο πολλές καταγραφές λεπτομύτας προέρχονται από το Δέλτα Έβρου, το Πόρτο Λάγος και το Δέλτα του Αξιού.
- Το κεφαλούδι (Οxyura leucocephala): είναι πλέον ένα από τα σπανιότερα είδη πουλιών στον κόσμο, με παγκόσμιο πληθυσμό που δεν ξεπερνά τα 15.000 άτομα. Τα κεφαλούδια αναπαράγονται σε εποχιακά μικρά ρηχά έλη γλυκού ή υφάλμυρου νερού, τα οποία όμως συνδέονται με μεγαλύτερα υγροτοπικά οικοσυστήματα.
- Ο αργυροπελεκάνος (Pelecanuscrispus): είναι το μεγαλύτερο από τα δύο είδη ευρωπαϊκών πελεκάνων. Έχει αργυρόλευκο πτέρωμα με σκουρότερο το πάνω μέρος των φτερούγων του. Αποτελεί ένα παγκόσμια απειλούμενο είδος. Στην Ελλάδα οι αργυροπελεκάνοι φωλιάζουν σε λίμνες και σε παράκτιους υγρότοπους με ρηχές λιμνοθάλασσες, κυρίως στις Πρέσπες και λιγότερο στον Αμβρακικό. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι που τους απειλούν είναι η καταστροφή των βιοτόπων τους (π.χ. αποξηράνσεις) και το κυνήγι. Οι αργυροπελεκάνοι παλιότερα ήταν άφθονοι σε όλη σχεδόν τη χώρα, όμως επικηρύχθηκαν από την πολιτεία ως ιδιαίτερα επιβλαβή θηράματα και τελικά αποδεκατίστηκαν.
Πίνακας 3: Τα σημαντικότερα είδη πουλιών των ελληνικών υγροτόπων |
Κοινό όνομα |
Είδος |
Παρουσία στον υγρότοπο κατά την: |
Κεφαλούδι |
Oxyura leucocephala |
διαχείμαση |
Νανόχηνα |
Anser erythropus |
μετανάστευση |
Σταχτόχηνα |
Anser anser |
διαχείμαση |
Γκισάρι |
Aythya ferina |
διαχείμαση |
Αβοκέτα |
Recurvirostra avosetta |
μετανάστευση |
Μουστακογλάρονο |
Chlidonias hybridus |
αναπαραγωγή |
Μαυρογλάρονο |
Chlidonias niger |
αναπαραγωγή |
Σαϊνι |
Accipiter brevipes |
αναπαραγωγή |
Στικταετός |
Aquila clanga |
διαχείμαση |
Λαγγόνα |
Phalacrocorax pygmeus |
διαχείμαση |
Κορμοράνος |
Phalacrocorax carbo |
διαχείμαση |
Λευκοτσικνιάς |
Egretta garzetta |
αναπαραγωγή |
Αργυροτσικνιάς |
Casmerodius albus |
διαχείμαση |
Κρυπτοτσικνιάς |
Ardeola ralloides |
αναπαραγωγή |
Νυχτοκόρακας |
Nycticorax nycticorax |
αναπαραγωγή |
Χαλκόκοτα |
Plegadis falcinellus |
μετανάστευση |
Χουλιαρομύτα |
Platalea leucorodia |
επιδημητικό |
Ροδοπελεκάνος |
Pelecanus onocrotalus |
μετανάστευση |
Αργυροπελεκάνος |
Pelecanus crispus |
διαχείμαση |
Πελαργός |
Ciconia ciconia |
αναπαραγωγή |
Πηγή: http://www.ornithologiki.gr |
4.2.6. Θηλαστικά
Τα πιο γνωστά θηλαστικά που απαντώνται στους ελληνικούς υγρότοπους είναι η πολύ σπάνια βίδρα (Lutralutra), ο μυοκάστορας (Myocastorcoypus) ο λαγόγυρος (Citelluscitellus), το τσακάλι (Canisaureus), ο νεροβούβαλος (Bubalusbubalis) και ο λύκος (Canislupus). Τα θηλαστικά αυτά βρίσκουν τροφή και καταφύγιο στους υγρότοπους κατά τις ξηρές και ζεστές μέρες της θερινής περιόδου. Η βίδρα είναι από τα πιο επιλεκτικά ζώα, γι’ αυτό και η παρουσία της σε έναν υγρότοπο μαρτυρά την καλή κατάσταση του οικοσυστήματος. |
|