ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

4. Στερεά απόβλητα

4.1. Ορισμοί-Βασικές Έννοιες
H διαχείριση των στερεών αποβλήτων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συνολικής προσπά­θειας για διαχείριση των αποβλήτων με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Αξίζει να σημειωθεί πως το 40% των δαπανών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση αποβλήτων αφορούν στα στερεά απόβλητα.

Ως στερεά απόβλητα νοούνται ουσίες ή αντικείμενα που εμφανίζονται κυρίως σε στερεά φυσική κατάσταση, από τις οποίες ο κάτοχος τους θέλει ή υποχρεούται να απαλλαγεί. Με άλλα λόγια, τα στερεά απόβλητα είναι τα στερεά ή ημιστερεά υλικά, τα οποία κάτω από κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες δεν έχουν αρκετή αξία ή χρησιμότητα για τον κάτοχό τους, οπότε το κόστος απόρριψής τους είναι μικρότερο από το κόστος διατήρησής τους.

Αναλυτικότερα, τα στερεά απόβλητα περιλαμβάνουν:

  1. Αστικά απορρίμματα (οικιακά, βιοτεχνικά, εμπορικά, οδοκαθαρισμού κ.λπ.)
  2. Στερεά ή υδαρή (με αξιόλογο ποσοστό αιωρούμενων ουσιών) απόβλητα που δεν μπορούν να διατεθούν μαζί με τα οικιακά (ορισμένα βιομηχανικά, τοξικά ή αδρανή και απόβλητα της βιομηχανίας παραγωγής ενέργειας).
  3. Πετρελαιοειδή απόβλητα (προέρχονται από την επεξεργασία του πετρελαίου, διυλιστήρια, χημικά εργοστάσια, ναυπηγεία, κ.λπ.).
  4. Απόβλητα γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
  5. Απόβλητα ορυχείων και μεταλλείων.
  6. Απόβλητα εκσκαφών (από ξηρά και θάλασσα).
  7. Απόβλητα οικοδομικών κατεδαφίσεων.
  8. Ιλύς από την επεξεργασία αστικών λυμάτων και τη βιομηχανία.
  9. Ιατρικά απόβλητα.
  10. Ελαστικά.
  11. Σκραπ (π.χ. αποσυρθέντα αυτοκίνητα, παλαιοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές).

Από τις κατηγορίες αυτές ιδιαίτερη έμφαση θα δώσουμε στα αστικά στερεά απόβλητα, καθώς αποτελούν το συνηθέστερο πρόβλημα των αστικών περιοχών. Τα κυριότερα είδη των αστικών στερεών αποβλήτων και οι πηγές τους παρουσιάζονται στον παρακάτω Πίνακα:

Πίνακας 6: Αστικά στερεά απόβλητα και οι πηγές τους

Κατηγορία

Πηγές

Είδη

Οικιακά Απόβλητα

Κατοικίες, πολυκατοικίες

Υπολείμματα τροφών, ζυμώσιμα, χαρτόνια, πλαστικά, υφάσματα, δέρματα, ξύλα, απόβλητα κήπων, γυαλιά, μέταλλα, ογκώδη αντικείμενα, επικίνδυνα οικιακά, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές

Εμπορικά Απόβλητα

Καταστήματα, εστιατόρια, γραφεία, ξενοδοχεία,
μικρές βιοτεχνίες,
τυπογραφεία, συνεργεία

Χαρτιά, χαρτόνια, πλαστικά, ξύλα, υπολείμματα τροφών, γυαλιά, μέταλλα, ειδικά απόβλητα (π.χ. επικίνδυνα, ηλεκτρικές/ ηλεκτρονικές συσκευές)

Απόβλητα ιδρυμάτων

Σχολεία, νοσοκομεία

Χαρτιά, χαρτόνια, πλαστικά, ξύλα, υπολείμματα τροφών, γυαλιά, μέταλλα, ειδικά απόβλητα (π.χ. επικίνδυνα, ηλεκτρικές/ ηλεκτρονικές συσκευές)

Απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων

Νέες κατασκευές κτηρίων, δρόμων

Ξύλα, σκυρόδεμα, τούβλα, καλώδια, μέταλλα, χώμα, πέτρες

Απόβλητα καθαρισμού κοινόχρηστων χώρων

Καθαρισμός οδών, πάρκων, παραλίων, χώρων αναψυχής

Σκουπίδια, ξύλα, κλαδιά


Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, όλες σχεδόν οι καθημερινές δραστηριότητες οδηγούν αναπόφευκτα στην παραγωγή πληθώρας στερεών αποβλήτων τα οποία συσσωρεύονται κατά κύριο λόγο στα αστικά κέντρα. Ανάλογα με τον πληθυσμό, το βιοτικό επίπεδο και τις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα, το κάθε είδος μπορεί να καταλαμβάνει διαφορετικό ποσοστό επί του συνόλου των αστικών στερεών αποβλήτων. Στον Πίνακα 7, που ακολουθεί, παρουσιάζεται η τυπική σύνθεση των αστικών στερεών αποβλήτων σε διάφορες χώρες.

Πίνακας 7: Τυπική σύσταση των αστικών απορριμμάτων στο διεθνή χώρο (% κατά βάρος)

Απορρίμματα

Δυτική Ευρώπη

ΗΠΑ

Μέση Ανατολή

Οργανικά

21,3

22,6

60,0

Χαρτί

27,4

45,6

25,3

Υφάσματα

3,5

4,5

1,4

Πλαστικά

3,1

2,6

5,8

Γυαλί

9,5

6,2

1,0

Μέταλλα

8,5

9,1

2,8

Σκόνη, Αδρανή

19,8

7,6

2,3

Διάφορα

6,8

1,8

1,4

Πηγή:   Σύγχρονες τεχνολογίες ανακύκλωσης απορριμμάτων. Διαχείριση και ενεργειακή αξιοποίηση,
ΤΕΙ Χαλκίδας, Μάιος 2004

Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, όσο πιο υψηλό το βιοτικό επίπεδο τόσο μικρότερη η περιεκτικότητα σε οργανικά απορρίμματα (τροφές κ.λπ). Στο σχήμα 12 παρουσιάζεται η σύνθεση των απορριμμάτων σε χώρες διαφορετικών βιοτικών επιπέδων.
Για την Ελλάδα μια ενδεικτική κατανομή των ειδών των οικιακών στερεών αστικών αποβλήτων παρουσιάζεται στο σχήμα 13. Η επιμέρους κατανομή της σύστασης του σχήματος 13 σε ορισμένες ελληνικές πόλεις παρουσιάζεται στον Πίνακα 8.

Σχήμα 12: Σύνθεση απορριμμάτων ως συνάρτηση του βιοτικού επιπέδου

Πηγή: Κουσουρής-Aθανάσακης, 1994

 

Σχήμα 13: Σύσταση στερεών αστικών αποβλήτων στην Ελλάδα

Πηγή: ΕΕΣΔΑ

Πίνακας 8: Σύσταση (% κατά βάρος) των οικιακών απορριμμάτων στην Ελλάδα

Απορρίμματα

Πόλεις

Αθήνα

Θεσ/νίκη

Ρόδος

Χανιά

Κως

Καλαμάτα

Νάξος

Ζυμώσιμα

56

52

41

55

37

47

48

Χαρτί

20

18

15

19

25

25

22

Ύφασμα, ξύλο, δέρμα

4

8

4

4

5

6

5

Μέταλλα

3

5

10

4

5

3,5

3

Πλαστικά

7

7

12

8

11

7,5

9

Γυαλί

2,5

4

16

4

12

3

6

Αδρανή και λοιπά

7,5

6

2

6

5

8

7

Πηγή:  Σύγχρονες τεχνολογίες ανακύκλωσης απορριμμάτων. Διαχείριση και ενεργειακή αξιοποίηση,
ΤΕΙ Χαλκίδας, Μάιος 2004

Θα πρέπει να τονιστεί πως η σύσταση και οι ποσότητες των αστικών στερεών αποβλήτων μεταβάλλονται με το χρόνο, ακόμα και σε εποχιακή βάση, γεγονός που οφείλεται σε αλλαγές του βιοτικού επιπέδου και των κοινωνικών συνθηκών (σε μακροχρόνια κλίμακα) και σε διαφορές στη διατροφή, στα απόβλητα κήπων, στη χρήση υπαίθριων χώρων κ.λπ. (σε εποχική κλίμακα). Η διαφοροποίηση αυτή φαίνεται στο σχήμα 14, όπου παρουσιάζεται η αύξηση στην παραγωγή αστικών στερεών αποβλήτων για το διάστημα 1997-2001 στην Ελλάδα, αλλά και στον Πίνακα 9, όπου παρουσιάζεται η εποχικότητα της σύνθεσης των απορριμμάτων για την περιοχή της Θεσσαλονίκης.

Σχήμα 14: Παραγωγή αστικών στερεών αποβλήτων για το διάστημα 1997-2001 στην Ελλάδα

Πηγή: ΕΕΣΔΑ

Πίνακας 9: Εποχικότητα στη σύσταση (% κατά βάρος) των απορριμμάτων της Θεσ/κης

Απορρίμματα

Άνοιξη

Καλοκαίρι

Φθινόπωρο

Χειμώνας

Ζυμώσιμα

54,7

57,3

49,2

45,9

Χαρτί

17,2

15,0

20,4

18,1

Δέρμα, Ξύλο, Ύφασμα

7,7

7,3

10,2

12,5

Πλαστικά

6,9

6,5

6,4

9,5

Αδρανή και λοιπά

3,5

4,3

3,1

4,2

Μέταλλα

6,2

5,7

6,0

5,0

Γυαλί

3,8

3,7

4,7

4,8

Πηγή:  Σύγχρονες τεχνολογίες ανακύκλωσης απορριμμάτων. Διαχείριση και ενεργειακή αξιοποίηση,
ΤΕΙ Χαλκίδας, Μάιος 2004

Με βάση τον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (2003), στην Ελλάδα παράγονται περίπου 4,6 εκατομμύρια τόνοι αστικών αποβλήτων, ετησίως. Στην περιφέρεια Αττικής παράγεται το 39% της ετήσιας ποσότητας, ενώ σημαντική ποσότητα (16%) παράγεται και στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1997 η μέση παραγωγή ανερχόταν σε 0,97 kg/κάτοικο/ ημέρα και το 2001 ανήλθε σε 1,14 kg/κάτοικο/ ημέρα.
Οι μετρήσεις του βάρους γίνονται με ζύγιση των απορριμματοφόρων οχημάτων στην είσοδο του χώρου ταφής απορριμμάτων ή σε σταθμό μεταφόρτωσης αποβλήτων (ΣΜΑ) ή, αν δεν υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες, σε άλλες εγκαταστάσεις. Για την εκτίμηση της ποσότητας των εμπορικών αποβλήτων, και εφόσον δε διατίθενται μετρήσεις, αναζητείται συνήθως ένα μέγεθος ή ένα μέτρο που μπορεί, έστω προσεγγιστικά, να θεωρείται ανάλογο με αυτή, όπως π.χ. το επίπεδο των συναλλαγών της επιχείρησης, ο αριθμός των εργαζομένων ή ο αριθμός των πελατών. Ελλείψει τέτοιων στοιχείων, και προκειμένου για μικρές πόλεις, πολλές φορές γίνεται προσαύξηση των εκτιμήσεων που έχουν γίνει για τα οικιακά απόβλητα, έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη και τα εμπορικά (π.χ. προσαύξηση των οικιακών αποβλήτων κατά 30% ή 50%). Ουσιαστικά, η ποσότητα των εμπορικών αποβλήτων είναι ανάλογη της ποσότητας των οικιακών και κατ’ επέκταση ανάλογη του πληθυσμού.

4.2. Διαχείριση στερεών αποβλήτων
4.2.1 Χώροι υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (Χ.Υ.Τ.Α.)
Ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης αστικών αποβλήτων δεν περιλαμβάνει μόνο την τελική διάθεση των παραγόμενων αστικών αποβλήτων, αλλά και τον περιορισμό της παραγωγής αποβλήτων, τη συλλογή αυτών από την πηγή, την ανακύκλωση των διαφόρων υλικών με στόχο την ενεργειακή αξιοποίηση ή την επαναχρησιμοποίηση των υλικών και, τέλος, την τελική επεξεργασία. Στο σχήμα 15 παρουσιάζεται ένα ενδεικτικό σύστημα διαχείρισης των αστικών στερεών αποβλήτων.

Σχήμα 15: Ολοκληρωμένη διαχείριση στερεών αποβλήτων

Πηγή: Εκπαιδευτικό πακέτο«Προστασία περιβάλλοντος μέσω διαχείρισης αποβλήτων»

Σήμερα εφαρμόζονται διάφορες μέθοδοι για την επεξεργασία των αστικών στερεών αποβλήτων, με πιο διαδεδομένη τη διάθεση σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (Χ.Υ.Τ.Α.). Ο χώρος υγειονομικής ταφής απορριμμάτων είναι ένας χώρος ειδικά επιλεγμένος, διαμορφωμένος και εξοπλισμένος με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται η διαχείριση των απορριμμάτων υπό ορισμένες αυστηρές προδιαγραφές. Οι προδιαγραφές αυτές στοχεύουν στην εξασφάλιση της προστασίας των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων από υγρά, στραγγίσματα και βιοαέρια που δημιουργούνται και προκαλούν οσμές, κίνδυνο αυτανάφλεξης και επιβάρυνση του περιβάλλοντος.

Ένας σύγχρονος χώρος διάθεσης θα πρέπει να έχει σχεδιαστεί με γνώμονα τη διασφάλιση συνθηκών ευστάθειας, να διαθέτει σύστημα αντιπυρικής προστασίας, δίκτυο απορροής όμβριων υδάτων και σύστημα διαχείρισης των στραγγισμάτων, σύστημα μόνωσης και στεγανοποίησης για την αποφυγή ρύπανσης των υπογείων υδάτων, σύστημα αξιοποίησης του παραγόμενου βιοαερίου και σύστημα ελέγχου και παρακολούθησης του Χ.Υ.Τ.Α.

Σχήμα 16: Τομή ενός Χ.Υ.Τ.Α.

Πηγή: Υπερνομαρχία Δράμας-Καβάλας-Ξάνθης. www.nestos.gr

Στο σχήμα 16 παρουσιάζεται απλουστευμένα ένας Χ.Υ.Τ.Α. και μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

  1. Η επιφάνεια του χώρου στρώνεται με αργιλικά υλικά, ώστε να είναι αδιαπέραστος από τα στραγγίσματα των σκουπιδιών και να μη ρυπαίνεται ο υδροφόρος ορίζοντας.
  2. Για μεγαλύτερη προστασία απλώνεται ειδικό αδιαπέραστο πλαστικό κάτω από τα αργιλικά υλικά.
  3. Σε ολόκληρη την περιοχή τοποθετούνται σωλήνες για να συλλέγουν τα στραγγίσματα.
  4. Tα σκουπίδια, αφού πρώτα πατηθούν για να ελαττωθεί ο όγκος τους, σκεπάζονται με χώμα.
  5. Από τη σήψη των σκουπιδιών παράγεται βιοαέριο, το οποίο συλλέγεται με σωλήνες που έχουν βυθιστεί μέσα στα σκουπίδια και καίγεται οπότε είναι δυνατή η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, όταν η ποσότητα του παραγόμενου βιοαερίου είναι μεγάλη.
  6. Όταν ο Χ.Υ.Τ.Α. γεμίσει, ο χώρος δενδροφυτεύεται (σχήμα 16)

Ας δούμε, λοιπόν, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ενός Χ.Υ.Τ.Α. (σχήμα 17): (1). Στα ενδιάμεσα των στρώσεων είναι τοποθετημένο ένα σύστημα διάτρητων σωλήνων (2) που χρησιμεύουν για να συλλέγουν τα υγρά που διηθούνται μέσα από τα απορρίμματα και να τα διοχετεύουν σε μονάδα επεξεργασίας. Γεωτρήσεις (3), από τις οποίες ελέγχεται ότι τα υπόγεια νερά της περιοχής δεν έχουν μολυνθεί ή ρυπανθεί. Μετά την εκφόρτωση, τα απορρίμματα διαστρώνονται και συμπυκνώνονται (4) και κατόπιν σκεπάζονται με χώμα (5), που εμποδίζει τη διαφυγή οσμών και αποθαρρύνει τα ζώα (π.χ. τους γλάρους). Μέσα στη μάζα των απορριμμάτων είναι τοποθετημένοι σωλήνες (6), που συλλέγουν το μεθάνιο που παράγεται κατά την αποσύνθεση. Σε μερικούς Χ.Υ.Τ.Α., το μεθάνιο καίγεται για να μη ρυπάνει την ατμόσφαιρα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την παραγωγή ηλεκτρισμού (7). Όταν ο Χ.Υ.Τ.Α. γεμίσει, σφραγίζεται με μια συνεχή στρώση αργίλου (8), ενώ ένας περιμετρικός στραγγιστήρας (9) απομακρύνει τα νερά της βροχής. Η σκεπασμένη χωματερή μπορεί να χρησιμεύσει για αθλητικές εγκαταστάσεις (10), αεροδρόμια (11) και πάρκα (12).

Σχήμα 17. Η δομή και «ανατομία» ενός Χ.Υ.Τ.Α

(1). Στα ενδιάμεσα των στρώσεων είναι τοποθετημένο ένα σύστημα διάτρητων σωλήνων (2) που χρησιμεύουν για να συλλέγουν τα υγρά που διηθούνται μέσα από τα απορρίμματα και να τα διοχε¬τεύουν σε μονάδα επεξεργασίας. Γεω¬τρή¬σεις (3), από τις οποίες ελέγχεται ότι τα υπόγεια νερά της περιοχής δεν έχουν μολυνθεί ή ρυπανθεί. Μετά την εκφόρτωση τα απορρίμματα διαστρώ¬νονται και συμπυκνώνονται (4) και κατόπιν σκεπάζονται με χώμα (5), που εμποδίζει τη διαφυγή οσμών και αποθαρρύνει τα ζώα (π.χ. τους γλάρους). Μέσα στη μάζα των απορριμμάτων είναι τοποθετημένοι σωλήνες (6), που συλ¬λέγουν το μεθάνιο που παράγεται κατά την αποσύνθεση. Σε μερικούς Χ.Υ.Τ.Α., το μεθάνιο καίγεται για να μη ρυπάνει την ατμόσφαιρα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την παραγωγή ηλεκτρισμού (7). Όταν ο Χ.Υ.Τ.Α. γεμίσει, σφραγίζεται με μια συνεχή στρώση αργίλου (8), ενώ ένας περιμε¬τρικός στραγγι¬στήρας (9) απομακρύνει τα νερά της βροχής. Η σκεπασμένη χω¬ματερή μπορεί να χρησιμεύσει για αθλη¬τικές εγκαταστάσεις (10), αεροδρόμια (11) και πάρκα (12).

 

 

 

Πηγή: Εκπαιδευτικό πακέτο«Προστασία περιβάλλοντος μέσω διαχείρισης αποβλήτων»

Η απόθεση των απορριμμάτων (εικόνα 66) γίνεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τα χαρα­κτη­­ριστικά της περιοχής (ύψος υπόγειου υδροφόρου, κοιλότητες εδάφους κ.λπ.). Υπάρχουν τρεις βασικές μέθοδοι: η επιφανειακή μέθοδος, η μέθοδος των διαδοχικών τάφρων και η μέθο­δος πλή­ρωσης λάκκων. Στις περισσότερες περιπτώσεις εφαρμόζεται ένας συνδυασμός των τριών μεθόδων.

Εικόνα 66: Απόθεση απορριμμάτων σε Χ.Υ.Τ.Α.

Σε αντίθεση με τις άλλες μεθόδους διαχείρισης των στερεών αποβλήτων (θερμικές μέθοδοι, μηχανική διαλογή, βιολογικές μέθοδοι), η υγειονομική ταφή δεν οδηγεί στην παραγωγή καταλοίπων (πλην των στραγγισμάτων), για τα οποία να είναι απαραίτητη η τελική διάθεση. Επίσης, παρέχει μια σειρά πλεονεκτημάτων, όπως το ότι μπορεί να δεχθεί για άμεση διάθεση ετερογενή απορρίμματα, ενώ η λειτουργία του δεν επηρεάζεται από τις έντονες εποχιακές διακυμάνσεις της ποσότητας και σύστασης των απορριμμάτων. Παρολαυτά, όμως, απαιτεί σημαντικές εκτάσεις σε αντίθεση με τις άλλες μεθόδους. Χαρακτηριστικά, να αναφέρουμε ότι ένας Χ.Υ.Τ.Α. που θα εξυπηρετεί μία πόλη σαν την Αθήνα απαιτεί έκταση 3.200 στρεμμάτων για 20 έτη λειτουργίας (όσο δηλαδή το 60% της έκτασης του πρώην α/δ στο Ελληνικό), ενώ υπολογίζεται πως στην Ελλάδα απαιτούνται τουλάχιστον 400 στρ. Γης ετησίως για τη διάθεση 4 εκατ. τόνων στερεών αστικών αποβλήτων (Πηγή: ΙΣΤΑΜΕ, 2007).

Σήμερα, υπολογίζεται πως στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 2656 χώροι ανεξέλεγκτης διάθεσης απορ­ριμ­μάτων (Χ.Α.Δ.Α.), από τους οποίους 1.453 είναι ενεργοί. Μέχρι τον Ιούνιο του 2005, από το σύνο­λο των οικιακών αποβλήτων που παράγονταν στη χώρα, ένα ποσοστό 53% διατίθονταν σε περί­που 30 οργανωμένους Χ.Υ.Τ.Α., ενώ το υπόλοιπο απορρίπτονταν σε ανεξέλεγκτες χωματερές, φθά­νο­ντας, έτσι, το ποσοστό του πληθυσμού που δεν εξυπηρετούνταν από Χ.Υ.Τ.Α. στο 45% περίπου. Μέχρι το Μάρτιο του 2006, είχαν κατασκευαστεί και τεθεί σε λειτουργία 45 Χ.Υ.Τ.Α. σε όλη την Ελλάδα, ενώ 56 νέοι Χ.Υ.Τ.Α. και επεκτάσεις βρίσκονται σε φάση υλοποίησης. Επίσης, λειτουργούν στη χώρα μας τρεις (3) εγκαταστάσεις επεξεργασίας του βιοαποδομήσιμου κλάσματος των αστικών από­βλήτων (Άνω Λιόσια, Καλαμάτα, Χανιά). Η μέχρι τώρα λειτουργία των δύο μεγά­λων εργο­στα­σίων μηχανικού διαχωρισμού (Καλαμάτα, Άνω Λιόσια) αντιμετωπίζει προβλήματα, με αποτέλεσμα το μη ικανοποιητικό βαθμό λειτουργίας (Πηγή: ΕΕΔΣΑ, www.eedsa.gr).

4.2.2. Καύση Στερεών Αποβλήτων
Καύση είναι η διαδικασία κατά την οποία επιτυγχάνεται οξείδωση των απορριμμάτων σε υψηλή θερμοκρασία, παρουσία οξυγόνου. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα απορρίμματα αποσυντίθενται θερμικά, παρουσία περίσσειας αέρα.
Η αποτέφρωση των αποβλήτων είναι η «τελειοποίηση» της διαδικασίας ανοικτής καύσης, η οποία αποτελούσε κοινή πρακτική στις περισσότερες χωματερές πριν εκατό χρόνια. Η αποτέφρωση μπορεί να είναι σχετικά απλή διαδικασία, όπου ποσότητες από μη διαχωρισμένα απόβλητα τοποθετούνται σε αποτεφρωτήρες (εκτός από ορισμένα απόβλητα, όπως αυτά από κατασκευές και κατεδαφίσεις) μετά από κάποιο στοιχειώδη διαχωρισμό, όπως παλιές μηχανές, που δεν θα καούν, και ογκώδη αντικείμενα, όπως έπιπλα και στρώματα, τα οποία πρέπει να τεμαχιστούν πριν τοποθετηθούν στους αποτεφρωτήρες.
Με την καύση των οικιακών απορριμμάτων επιτυγχάνεται μείωση του αρχικού όγκου τους κατά 85-95% και του αρχικού βάρους κατά 40%, επιτυγχάνοντας σε ικανοποιητικό βαθμό την ελαχιστοποίηση των απορριμμάτων που παραμένουν για τελική διάθεση, ενώ υπάρχει η δυνατότητα για παραγωγή ενέργειας (από την ανάκτηση της θερμότητας των παραγόμενων καυσαερίων).
Παρολαυτά η καύση δημιουργεί υπολείμματα τα οποία αποτελούνται από:

  • Απαέρια (CO2, H2O, CO, όξινα αέρια όπως H2S, SO2, SO3, HCl, NO, NO2, διοξίνες και άλλους υδρογονάνθρακες). Κατά μέσο όρο, όμως, και σε ό,τι αφορά στο HCl και τα αιωρούμενα σωματίδια, αυτά βρίσκονται σε αισθητά μεγάλες συγκεντρώσεις. Το υδροχλώριο οφείλεται στην παρουσία του PVC στα απορρίμματα και, εκτός από τα προβλήματα ρύπανσης, δημιουργεί και διάβρωση της εγκατάστασης. Επίσης, από την καύση του PVC εκλύεται και η διοξίνη που είναι τοξικότατη ουσία. Τα οξείδια του αζώτου και του θείου βρίσκονται συνήθως σε συγκεντρώσεις ίσες ή μικρότερες από τις αντίστοιχες των συμβατικών καυσίμων.
  • Η τέφρα από τη καύση των απορριμμάτων είναι δύο ειδών: α) η τέφρα του «πυθμένα» του αποτεφρωτήρα (90%) και β) η «ιπτάμενη» τέφρα (10%).
    Οι τέφρες αυτές θεωρούνται επισήμως τοξικά απόβλητα, αν και η τέφρα του «πυθμένα» θεωρείται γενικά πιο αδρανής. Για το λόγο αυτό, πολλές φορές προτιμάται η επανα­χρησι­μο­ποίησή της έναντι του ενταφιασμού σε Χ.Υ.Τ.Α., όπως η προσθήκη της σε υλικά για την επίστρωση δρόμων και η χρήση στην τσιμεντοβιομηχανία. Παρολαυτά, η πρακτική αυτή έχει αποδειχθεί επικίνδυνη, καθώς μπορεί να μεταφέρει τις τοξικές ουσίες στο ευρύτερο περιβάλλον και την τροφική αλυσίδα. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχει παρατηρηθεί στο Νιουκάστλ της Βρετα­νίας, όπου χρησιμοποιήθηκαν τέφρες από το γειτονικό εργοστάσιο καύσης για την επίστρωση πε­ζο­δρομίων, πάρκων ακόμη και σχολικών αυλών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τα επίπεδα διο­ξι­νών στην περιοχή να είναι μέχρι και 1.900 φορές πάνω από τον ενδεικτικό εθνικό στόχο. Ομοίως, οι συγκεντρώσεις τοξικών μετάλλων ήταν 136% έως 2,406% πάνω από τα φυσιολογικά επί­πε­δα.
    Μια πιο ασφαλής λύση στο πρόβλημα διαχείρισης της τέφρας, είναι η υαλοποίησή της. Με τον τρόπο αυτό, οι τοξικές ενώσεις δεσμεύονται στο γυαλί και δεν είναι εύκολα βιοδιαθέσιμες. Παρολαυτά η μέθοδος αυτή είναι εξαιρετικά δαπανηρή αυξάνοντας το κόστος διάθεσης της τέφρας κατά 20-30 δολάρια τον τόνο, ενώ απαιτεί πολύ μεγάλες ποσότητες ενέργειας που ξεπερνά την ενέργεια που παράγεται κατά την αρχική καύση των αποβλήτων.
    Όσον αφορά στην ιπτάμενη τέφρα, αποτελείται από αιωρούμενα σωματίδια, προϊόντα καύσης και οργανικά σώματα που δεν έχουν καεί. Η ιπτάμενη τέφρα χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλή τοξικότητα, κάτι που αναγνωρίζεται ακόμα και από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της καύσης των απορριμμάτων.
  • Υγρά απόβλητα, αποτέλεσμα των διαδικασιών σβέσης της τέφρας και ψύξης των αερίων, τα οποία οδηγούνται σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας υγρών αποβλήτων.
    Πέραν των υπολειμμάτων που παράγονται από μια μονάδα καύσης, απαιτείται και η ύπαρξη έκτασης γης κοντά στο χώρο των εγκαταστάσεων καύσης για την υγειονομική ταφή της τέφρας με μέτρα ασφαλούς διάθεσης (ανάλογα της τοξικότητάς της). Ο χώρος αυτός θα πρέπει να μπορεί να δέχεται και ολόκληρη την ποσότητα των απορριμμάτων, σε περίπτωση βλάβης της εγκατάστασης, εξαιτίας του χαρακτήρα του καυσίμου (διαβρωτικό, ογκώδες κ.λπ.), γεγονός που συνεπάγεται πρόσθετη οικονομικά επιβάρυνση για τη συντήρηση και τις επισκευές της.
    Ειδικά για τις ελληνικές συνθήκες, η πολύ έντονη εποχιακή διακύμανση της φυσικής σύνθεσης των απορριμμάτων καθιστά την καύση ασύμφορη. Αξίζει να σημειωθεί, πως η μέση περιεκτικότητα των ελληνικών αστικών απορριμμάτων σε υγρασία κυμαίνεται από 55% και τους θερινούς μήνες φτάνει στο 65%, ενώ σε στερεές καύσιμες ύλες μετά βίας φτάνει το 30%. Το μεγάλο αυτό ποσοστό υγρασίας και η μικρή θερμογόνος δύναμη των απορριμμάτων αυτών (1000-1200 kcal/kgr) απαιτούν την καύση μεγάλων αναλογικά ποσοτήτων πετρελαίου για να επιτευχθεί η καύση των απορριμμάτων, με αποτέλεσμα να καθιστούν τη μέθοδο ασύμφορη τουλάχιστο για την ανάκτηση ενέργειας.

4.3. Εναλλακτική διαχείριση στερεών αποβλήτων
4.3.1. Επαναχρησιμοποίηση – Ανακύκλωση
Ο συνεχώς αυξανόμενος όγκος των στερεών αποβλήτων, σε συνδυασμό με τον περιορισμό στις διαθέσιμες εκτάσεις για την απόθεσή τους, έχουν οδηγήσει στην εξέταση εναλλακτικών μορφών διαχείρισης των στερεών αποβλήτων. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι πολλά από τα υλικά που περιέχονται στα απορρίμματα είναι δυνατόν να επαναχρησιμοποιηθούν, ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί στην ανακύκλωση των απορριμμάτων και στην ενεργειακή και οικονομική επαναχρησιμοποίησή τους.
Η έννοια της επαναχρησιμοποίησης των στερεών αποβλήτων αναφέρεται στη δυνατότητα να επαναχρησιμοποιήσουμε αντικείμενα που, ενώ μοιάζουν άχρηστα, διατηρούν σημαντικό μέρος της αξίας τους και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή νέων προϊόντων της ίδιας κατηγορίας, χωρίς σημαντική επεξεργασία.
Οι βασικοί στόχοι της επαναχρησιμοποίησης των στερεών απορριμμάτων είναι:

  1. η επαναχρησιμοποίηση ορισμένων αντικειμένων (λ.χ. γυάλινα δοχεία, πλαστικά μπουκάλια μιας χρήσης, παλιά χαρτιά, χαρτοπολτός κ.λπ.), άρα η εξοικονόμηση πρώτων υλών,
  2. ο περιορισμός της παραγωγής νέων υλικών και της κατανάλωσης ενέργειας,
  3. η μείωση του όγκου των απορριμμάτων τα οποία καταλήγουν στα Χ.Υ.Τ.Α.

Η ανακύκλωση των απορριμμάτων έχει παρόμοιους στόχους, με αυτούς της επανα­χρησι­μοποίησης, όμως τα προϊόντα που προκύπτουν από την ανακύκλωση είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας. Τα απορρίμματα που μπορούν να ανακυκλωθούν είναι το χαρτί, το γυαλί, ορισμένα μέταλλα, τα πλαστικά, οι μπαταρίες, τα ορυκτέλαια και τα ελαστικά αυτοκινήτων. Τα βιοδιασπάσιμα απόβλητα, όπως τα υπολείμματα τροφίμων ή τα απόβλητα κήπων, είναι επίσης ανακυκλώσιμα με τη βοήθεια μικροοργανισμών, μέσω της λιπασματοποίησης ή της αναερόβιας χώνευσης. Πιο συγκεκριμένα:

Χαρτί.
Το χαρτί αποτελεί το 15-25% (κ.β.) των απορριμμάτων και μπορεί να διαχωρίζεται και σε τρεις ποιότητες, από τις οποίες μπορεί να μετατραπεί ξανά σε χαρτοπολτό και να παρασκευαστεί εκ νέου ανακυκλωμένο χαρτί, χαρτόνι και άλλα προϊόντα που έχουν ως βάση το χαρτί. Οι τύποι χαρτιού που είναι κατάλληλοι για ανακύλωση είναι οι εφημερίδες, τα αυλακωμένα χαρτόνια, το χαρτί υψηλής ποιότητας (χαρτί εκτύπωσης, βιβλία κ.λπ.) και το μεικτό χαρτί (περιοδικά, εφημερίδες κ.λπ.). Η ανακύκλωση του χαρτιού είναι πολύ σημαντική, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη χώρα μας καταλήγουν στις χωματερές 500 χιλ. τόννοι χαρτιού ετησίως, από τους οποίους 448 χιλ. τόννοι είναι χαρτί συσκευασίας. Για να παράγουμε, λοιπόν, χαρτιά που προορίζονται κατευθείαν για τα σκουπίδια, χωρίς καν να περάσουν από ενδιάμεση χρήση, κόβονται κάθε χρόνο 5,3 εκατομμύρια δέντρα.

Γυαλί.
Το γυαλί αποτελεί το 3-7% (κ.β.) των απορριμμάτων και μπορεί να διαχωρίζεται σε τρεις ποιότητες, ανάλογα με το χρώμα του (καφέ, πράσινο, διαυγές). Μπορεί να θρυμματιστεί, να τηχθεί και να μετατραπεί σε καινούρια δοχεία ή να θρυματιστεί και να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο του χαλικιού και της άμμου, σε δομικά υλικά όπως είναι το τσιμέντο και η άσφαλτος. Το ανακυκλωμένο γυαλί στοιχίζει λιγότερο από το γυαλί που παρασκευάζεται από τις πρώτες του ύλες. Η συλλογή γυαλιών ίδιου χρώματος κατά την ανακύκλωση συνεισφέρει στην καλύτερη ποιότητα του τελικού προϊόντος, ώστε να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή φιαλών και δοχείων. Γυαλί καφέ χρώματος χρησιμοποιείται για μπουκάλια μπύρας και φαρμάκων, τα οποία είναι χημικά ευαίσθητα στο φως, ενώ γυαλί πράσινου χρώματος χρησιμοποιείται για μπουκάλια κρασιών και αναψυκτικών.

Αλουμίνιο.
Το αλουμίνιο αποτελεί το ~0.6% κ.β. των απορριμμάτων και υπάρχει σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον, λόγω της υψηλής τιμής του. Η ανακύκλωση του αλουμινίου είναι μια από τις πιο προσοδοφόρες οικονομικά λύσεις, εφόσον η ενέργεια που απαιτείται για την ανάκτηση του μετάλλου είναι μόνο το 5% αυτής που χρειάζεται για την παραγωγή του. Εκτός από την εξοικονόμηση ενέργειας, η ανακύκλωση του αλουμινίου συμβάλλει στη διατήρηση των πηγών πρώτων υλών, εφόσον το αλουμίνιο, όπως όλα τα ορυκτά μεταλλεύματα, είναι μη ανανεώσιμη πηγή. Προϊόντα που περιέχουν αλουμίνιο είναι δοχεία αναψυκτικών και ποτών, σωλήνες, πόρτες, κασώματα παραθύρων, εργαλεία, είδη οικιακής χρήσης (π.χ. κατσαρόλες, δοχεία), αυτοκίνητα κ.λπ.

Άλλα μέταλλα.
Η περιεκτικότητα των απορριμμάτων σε μέταλλα ανέρχεται σε 3-5% (κ.β.) των απορριμμάτων (συμπεριλαμβανομένου και του αλουμινίου). Ανακυκλώσιμα μέταλλα είναι ο μόλυβδος (σωλήνες, ηλεκτρόδια μπαταριών, κόλλα μετάλλων, ύλες βαφής), ο χρυσός (κοσμήματα, χρήματα, οδοντοτεχνικές κατασκευές, κράμματα μετάλλων), ο σίδηρος και το ατσάλι (μηχανήματα, οικοδομικές κατασκευές), το ασήμι (κοσμήματα, επιστρώσεις, φωτογραφικά υλικά, κράμματα μετάλλων) και ο ψευδάργυρος (μπρούντζος, επιστρώσεις μετάλλων, ηλεκτρόδια μπαταριών, ιατρική). Μια από τις δυσκολίες που υπάρχουν στην ανακύκλωση των μεταλλικών προϊόντων που βρίσκονται στα αστικά απορρίμματα είναι ότι η μεταλλική τους σύνθεση, συχνά, είναι άγνωστη. Επίσης, είναι δύσκολο να ανακτηθούν τα μέταλλα από προϊόντα, όπως είναι οι σόμπες, που περιέχουν και άλλα υλικά (π.χ. πλαστικό, καουτσούκ, γυαλί). Αντίθετα, κάθε μεταλλικό απόρριμμα που παράγεται από εργοστάσιο μπορεί να ανακυκλωθεί εύκολα, διότι η σύνθεσή του είναι γνωστή.

Πλαστικά.
Τα πλαστικά αποτελούν το 10-20% (κ.β.) των απορριμμάτων και τα σημαντικότερα είναι το πολυαιθυλένιο (χαμηλής και υψηλής πυκνότητας), το PET, το PVC, το πολυπροπυλένιο και το πολυστυρένιο. Τα πλαστικά είναι ιδιαίτερα προβληματικά, εξαιτίας του μεγάλου όγκου που καταλαμβάνουν και της πρακτικά ελάχιστης αποσύνθεσής τους από το περιβάλλον. Όλο και περισσότερες βιομηχανίες ενθαρρύνονται να συμβάλουν στην ανακύκλωση των πλαστικών που χρησιμοποιούν. Οι περισσότεροι παρασκευαστές πλαστικών κωδικοποιούν τα προϊόντα τους με έναν αριθμό από το 1 μέχρι το 7, με το χαρακτηριστικό σήμα της ανακύκλωσης, που αντιστοιχεί στον τύπο του πλαστικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο το προϊόν, έτσι ώστε να διευκολύνεται ο διαχωρισμός και η ανακύκλωσή του. Οι πολλοί τύποι πλαστικών (σαράντα έξι) που κυκλοφορούν στην αγορά κάνουν την ανακύκλωση αρκετά δύσκολο έργο. Για παράδειγμα, ένα πλαστικό δοχείο κέτσαπ αποτελείται από έξι περίπου, διαφορετικά στρώματα πλαστικών, κολλημένα μεταξύ τους. Αν ανακυκλωθούν μαζί δύο ή περισσότεροι τύποι πλαστικού, το πλαστικό που προκύπτει είναι χαμηλής ποιότητας. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό οι διαφορετικοί τύποι πλαστικών να διαχωρίζονται ή να ταξινομούνται αποτελεσματικά. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή, όμως, τα χαμηλής ποιότητας ανακυκλωμένα πλαστικά χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός δομικού υλικού, παρόμοιου με το ξύλο, που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για προϊόντα εξωτερικής χρήσης, όπως φράκτες και παγκάκια, εξαιτίας της μεγάλης αντοχής του.

Οργανικό κλάσμα.
Τα συστατικά που αποτελούν το οργανικό κλάσμα των απορριμμάτων είναι τα υπολείμματα των τροφών, τα υφάσματα, το καουτσούκ, το δέρμα, τα υπολείμματα κηπουρικής και το ξύλο. Όλα αυτά τα υλικά μπορούν να ανακυκλωθούν ξεχωριστά, με διαλογή στην πηγή, αλλά και ως ένα αναμεμειγμένο υλικό. Το οργανικό κλάσμα των απορριμμάτων, μετά από κατάλληλη επεξεργασία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή εδαφοβελτιωτικού υλικού (λίπασμα), μεθανίου, οργανικού υλικού και καύσιμου υλικού (χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοαερίου, βιοντίζελ κ.λπ.). Στη χώρα μας, τα απορρίμματα των κήπων δεν αποτελούν μεγάλο ποσοστό του συνόλου των αστικών απορριμμάτων και, ως εκ τούτου, δε διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα απορρίμματα. Όμως, σχετικά μεγάλες ποσότητες απορριμμάτων αυτού του είδους παράγονται σε ημιαστικές και αγροτικές περιοχές.

Υπολείμματα κατασκευών και κατεδαφίσεων (μπάζα).
Τα απορρίμματα αυτά προέρχονται από κατασκευές, ανακαινίσεις και κατεδαφίσεις κτηρίων, ανακατασκευές δρόμων, επιδιορθώσεις γεφυρών και καθαρισμό περιοχών μετά από φυσικές καταστροφές. Τυπικά, τα υπολείμματα κατασκευών και κατεδαφίσεων αποτελούνται από ένα μείγμα τσιμέντου, ασφάλτου, τούβλων και σκόνης (40-50%), από ένα μείγμα προϊόντων με βάση το ξύλο (20-30%) και άλλα υλικά (μέταλλα, υλικά με βάση το κατράμι, σοβάδες, γυαλί, ασβέστης, μονωτικά υλικά κ.λπ.). Από αυτό το ετερογενές μείγμα απορριμμάτων, μπορούν να ανακτηθούν υλικά, όπως είναι η άσφαλτος, το τσιμέντο, η ξυλεία, οι ξερολιθιές, τα χαλίκια ασφάλτου και τα μέταλλα.

Ελαστικά οχημάτων. Τα ελαστικά (~1%κ.β των απορριμμάτων) οχημάτων μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ενσωματωμένα σε άσφαλτο προορισμένη για δρόμους ταχείας κυκλοφορίας (η άσφαλτος μπορεί να περιέχει μέχρι και 20% ελαστικά). Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παραγωγή καυσίμου ή για επανακατασκευή ελαστικών.

Μπαταρίες. Οι μπαταρίες χωρίζονται σε 2 υποκατηγορίες για τις οποίες ενδείκνυνται διαφορετικές πρακτικές διαχείρισης: οι μπαταρίες οχημάτων και οι συνήθεις μπαταρίες οικιακών συσκευών (ραδιόφωνων, φακών, ρολογιών, κ.λπ.). Η ετήσια παραγωγή μπαταριών στην Ε.Ε. εκτιμάται σε 800.000 τόνους μπαταριών αυτοκινήτων, 190.000 τόνους βιομηχανικών μπαταριών και 160.000 τόνους φορητών μπαταριών.
Οι οικιακές μπαταρίες περιέχουν υδράργυρο, κάδμιο, μόλυβδο και άλλα μέταλλα, τα οποία είναι τοξικά. Εξαιτίας της άγνωστης σύστασης που έχει ένα μίγμα από διαφορετικές μπαταρίες, η ανακύκλωσή τους δεν έχει πάντα άμεσο οικονομικό όφελος. Αντίθετα, οι μπαταρίες μολύβδου-οξέος που χρησιμοποιούνται στα αυτοκίνητα, μπορούν να ανακυκλωθούν με οικονομικό όφελος για την επανακατασκευή μπαταριών και την παραγωγή άλλων προϊόντων.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα 2 συστήματα ανακύκλωσης και διαχείρισης μπαταριών, το ΑΦΗΣ και το ΣΥΔΕΣΥΣ. Η εταιρεία ΑΦΗΣ ξεκίνησε ουσιαστικά τη λειτουργία της το Μάρτιο του 2005 με την τοποθέτηση ειδικών κάδων συλλογής μπαταριών σε όλη την Ελλάδα, σε σημεία που είναι εύκολα προσβάσιμα στον καταναλωτή. Οι κάδοι αυτοί τοποθετούνται με έξοδα του συστήματος σε super market, δήμους, κοινότητες, εμπορικά καταστήματα, ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις κ.ά.

Σήμερα οι κάδοι της ΑΦΗΣ βρίσκονται σε πάνω από 27.000 σημεία πανελλαδικά, σε όλους ανεξαιρέτως τους νομούς, υπερκαλύπτοντας ήδη τον στόχο των 10.000 κάδων. Αναλυτικά, 5.200 κάδοι βρίσκονται σε δήμους, κοινότητες, δημόσιους φορείς, στρατιωτικές μονάδες, κ.ά. 8.300 σε σχολεία, 5.200 σε επιχειρήσεις, σε όλες τις αλυσίδες σουπερμάρκετ, σε όλα τα καταστήματα τηλεπικοινωνιών, καθώς και σε 4.700 εμπορικά καταστήματα με ηλεκτρικά /ηλεκτρονικά είδη, φωτογραφικά είδη, μπαταρίες κ.λπ. Ο αριθμός των κάδων που έχουν τοποθετηθεί μέχρι σήμερα δείχνει μια πολύ αισιόδοξη εικόνα για τη χώρα μας, σε σύγκριση με αντίστοιχους ευρωπαϊκούς φορείς που έχουν ξεκινήσει τα προγράμματα ανακύκλωσης πριν από 5 έως 15 χρόνια και μας φέρνει στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη μετά από τη Γερμανία.
Η συλλογή των μπαταριών συνεχίστηκε με αυξανόμενους ρυθμούς, φθάνοντας το 2007 τους 440 τόνους (περίπου 17.000.000 φορητές μπαταρίες), δηλαδή υπερδιπλάσια ποσότητα από τους 218 τόνους μπαταριών το 2006. Το ποσοστό συλλογής ανέρχεται στο 20% των μπαταριών που διακινήθηκαν στην ελληνική αγορά μέσα στο 2007, ένα σημαντικό επίτευγμα, σε σχέση με τις επιδόσεις των αντίστοιχων ευρωπαϊκών φορέων. Σημειωτέον, ότι οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς όλα τα κράτη μέλη καθορίζουν τη συλλογή φορητών μπαταριών στο 25%, μέχρι το 2012.
Το Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσσωρευτών (ΣΥΔΕΣΥΣ) Α.Ε. ιδρύθηκε στις 14 Μαρτίου 2004 με σκοπό την οργάνωση συστήματος για την εναλλακτική διαχείριση των χρησιμοποιούμενων συσσωρευτών μολύβδου-οξέως και νικελίου-καδμίου, σύμφωνα με το νόμο 2939/2001. Στόχος της εταιρείας είναι η πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων χρησιμοποιούμενων συσσωρευτών, η διασφάλιση της συλλογής και της διαλογής αυτών, καθώς και της ανακύκλωσής τους σε ποσοστό 65% κατά βάρος της συνολικής διαθέσιμης ποσότητας το 2005, σε ποσοστό 70% κ.β. το 2006 και σε ποσοστό 75% κ.β. το 2007.

Το ΣΥΔΕΣΥΣ έχει συμβληθεί, μέχρι σήμερα, με το σύνολο των εισαγωγικών και παραγωγικών επιχειρήσεων συσσωρευτών, όπως, επίσης, και με το σύνολο επιχειρήσεων εισαγωγής οχημάτων και εξοπλισμού. Το 2005 συλλέχθηκαν 20.500 τόνοι χρησιμοποιημένων συσσωρευτών μολύβδου οξέος και 5,8 τόνοι συσσωρευτών νικελίου καδμίου και το σύνολο των εγκατεστημένων σημείων συλλογής ανήλθε σε 2115. Στόχος είναι η εγκατάσταση 4.521 ειδικών κάδων συλλογής χρησιμοποιημένων συσσωρευτών μολύβδου-οξέως πανελλαδικά. Το 2006 συλλέχθηκαν από το σύστημα και τους συνεργαζόμενους με αυτό συλλέκτες – ανακυκλωτές, περίπου 30.600 τόνοι χρησιμοποιημένων συσσωρευτών μολύβδου οξέος, οι οποίοι ανακυκλώθηκαν σε εγκαταστάσεις της χώρας μας. Επιπλέον, συλλέχθηκαν από το σύστημα 36 τόνοι βιομηχανικών συσσωρευτών νικελίου – καδμίου οι οποίοι θα ανακυκλωθούν σε εγκαταστάσεις του εξωτερικού.

Απόβλητα Ηλεκτρικού και Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού (ΑΗΗΕ). Ο όρος απόβλητα από ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό (ΑΗΗΕ) αναφέρεται σε ένα ευρύ φάσμα υλικών και πρόκειται ουσιαστικά για ένα μεγάλο αριθμό ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών προϊόντων, συμπεριλαμβανόμενων όλων των κατασκευαστικών στοιχείων, των συναρμολογημένων μερών και των αναλωσίμων που συνιστούν τμήμα του προϊόντος.
Τα ΑΗΗΕ ταξινομούνται στις ακόλουθες κατηγορίες, ανάλογα με την προέλευσή τους:

  1. Μεγάλες οικιακές συσκευές (π.χ. στεγνωτήρια, ψυγεία, καταψύκτες, πλυντήρια πιάτων και ρούχων, φούρνοι μικροκυμάτων).
  2. Μικρές οικιακές συσκευές (π.χ. ηλεκτρικές σκούπες, ηλεκτρικά σίδερα, φρυγανιέρες, καφετιέρες, συσκευές βουρτσίσματος δοντιών και ξυρίσματος).
  3. Εξοπλισμός πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών (π.χ. όλα τα είδη υπολογιστών, εκτυπωτές, συσκευές τηλεομοιοτυπίας (φαξ), τηλέφωνα).
  4. Καταναλωτικά είδη (π.χ. ενισχυτές ήχου, μουσικά όργανα).
  5. Φωτιστικά είδη (π.χ. λαμπτήρες φθορισμού μικρών διαστάσεων, λαμπτήρες εκκενώσεως υψηλής έντασης).
  6. Ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά εργαλεία (π.χ. τρυπάνια, πριόνια, ραπτομηχανές).
  7. Παιχνίδια, εξοπλισμός ψυχαγωγίας και αθλητισμού (π.χ. βιντεοπαιχνίδια, ηλεκτρικά τρένα).
  8. Ιατροτεχνολογικές συσκευές (π.χ. καρδιολογικός εξοπλισμός, συσκευές αιμοκάθαρσης).
  9. Όργανα παρακολούθησης και ελέγχου (π.χ. ανιχνευτές καπνού, συσκευές ζύγισης).
  10. Συσκευές αυτόματης διανομής (π.χ. θερμών ή ψυχρών φιαλών ή μεταλλικών).

Τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΑΗΗΕ) αποτελούν ένα πολύπλοκο μείγμα υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων, επικίνδυνων και μη, που καθιστούν την απόρριψή τους επικίνδυνη για το περιβάλλον και τους φυσικούς αποδέκτες ενώ, ταυτόχρονα, αυξάνουν τα προβλήματα διαχείρισής τους.
Η επικινδυνότητα τέτοιων αποβλήτων οφείλεται στα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένα ή τα μέρη από τα οποία αποτελούνται όπως είναι, για παράδειγμα, τα πολυχλωροδιφαινύλια ή αλλιώς PCBs, τα οποία περιέχονται στους πυκνωτές, τα διάφορα βαρέα μέταλλα, όπως μόλυβδος και ανόργανα οξέα (μπαταρίες), υδράργυρος (διακόπτες), κάδμιο, χρώμιο, αρσενικό, οι βρωμιούχοι επιβραδυντές φλόγας (πλαστικά μέρη εξοπλισμού), ο αμίαντος, οι αλογονωμένες ουσίες όπως είναι οι χλωροφθοράνθρακες κ.λπ.
Η σύσταση των ΑΗΗΕ αναμένεται να διαφοροποιηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά και των νομοθετικών ρυθμίσεων, όπως η Οδηγία 2002/95 που απαγορεύει τη χρήση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών, αλλά και η Οδηγία για τον οικολογικό σχεδιασμό των προϊόντων που καταναλώνουν ενέργεια (2005/32/ΕΚ). Αναμένεται στο μέλλον τα ΑΗΗΕ να περιλαμβάνουν λιγότερα σιδηρούχα και πολύτιμα υλικά και αυξημένες ποσότητες αλουμινίου και πλαστικών.
Η επεξεργασία των ΑΗΗΕ γίνεται με 2 κυρίως τρόπους:

  1. Τεμαχισμός (shredding) των υλικών και μετέπειτα εφαρμογή διαφόρων μεθόδων διαχωρισμού των επιμέρους κλασμάτων
  2. Αποσυναρμολόγηση των κατασκευαστικών μερών, η οποία διακρίνεται σε μη καταστρεπτική (δεν καταστρέφονται τα επιμέρους τμήματα) και μερικώς καταστρεπτική (καταστρέφονται ορισμένα τμήματα π.χ. συνδέσεις). Η έλλειψη αυτοματοποίησης στη μέθοδο της αποσυναρμολόγησης, την καθιστά ιδιαιτέρα δαπανηρή, με αποτέλεσμα να προτιμάται η μέθοδος του τεμαχισμού.


Στην Ελλάδα έχει συσταθεί και λειτουργεί η «ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΑΕ». Πρόκειται για ένα συλλογικό σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης αποβλήτων ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, συνεργάζεται με τους 56 Δήμους της χώρας για την οργάνωση Δημοτικών σημείων συλλογής, με «μάντρες» που συλλέγουν σκράπ και ΑΗΗΕ, καθώς και με καταστήματα πώλησης ΗΗΕ (διακινητές) για την παραλαβή των αποβλήτων που επιστρέφονται κατά την πώληση νέων προϊόντων.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό, πως το πιο σημαντικό όφελος που προκύπτει από την ανακύκλωση και την επαναχρησιμοποίηση είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Όσο πιο πολλά είδη απορριμμάτων αξιοποιούνται τόσο μικρότερος γίνεται ο όγκος των σκουπιδιών που καταλήγουν στο περιβάλλον, με αποτέλεσμα, αφενός να περιορίζεται σε σημαντικό βαθμό η ρύπανση του περιβάλλοντος και αφετέρου να επιμηκύνεται η διάρκεια ζωής των Χ.Υ.Τ.Α.. Παράλληλα, η ανακύκλωση μειώνει την κατανάλωση πρώτων υλών και ενέργειας και, ως εκ τούτου, τις εκπομπές αερίων που εντείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Κατ’ αρχάς, η εξοικονόμηση ενέργειας για την παραγωγή των πρώτων υλών από την ανακύκλωση των υλικών είναι πολύ σημαντική. Για το γυαλί φθάνει το 90%, για το λευκοσίδηρο το 78%, για το αλουμίνιο το 95% και για το PET το 99%. Σε επίπεδο παραγωγής προϊόντων, το ενεργειακό όφελος είναι 23-77% για το χαρτί, 31% για το γυαλί, 95% για το αλουμίνιο και 85-90% για τα πλαστικά.

Εκτός από τα ενεργειακά, υπάρχουν και άλλα περιβαλλοντικά οφέλη από την ανακύκλωση υλικών. Στον Πίνακα 10 φαίνονται τα περιβαλλοντικά οφέλη από την ανακύκλωση αλουμινίου, χάλυβα, χαρτιού και γυαλιού.

Πίνακας 10: Περιβαλλοντικά οφέλη από την ανακύκλωση

 

Αλουμίνιο

Χάλυβας

Χαρτί

Γυαλί

Μείωση χρήσης ενέργειας

90-97%

47-74%

23-77%

32%

Μείωση ρύπανσης αέρα

95%

85%

75%

20%

Μείωση ρύπανσης νερού

97%

76%

35%

-

Μείωση χρήσης νερού

-

40%

58%

50%

Επιπροσθέτως, η ανακύκλωση ενός τόνου χαρτιού που ανακυκλώνεται εξοικονομεί 15-20 δέντρα, 30 κυβικά μέτρα νερού, εκατοντάδες κιλοβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας και περίπου 230 κιλά ισοδυνάμου πετρελαίου. Αν μάλιστα υπολογιστεί ο πλήρης κύκλος παραγωγής και διάθεσης του χαρτιού, τότε η ανακύκλωση εξοικονομεί 700-900 κιλά ισοδυνάμου πετρελαίου ανά τόνο χαρτιού. Για κάθε ένα τόνο ανακυκλωμένου γυαλιού εξοικονομούνται 1,2 τόνοι πρώτων υλών και 180-200 κιλά καυσίμου. Επίσης, το γυαλί σε αντίθεση με το χαρτί, μπορεί να ανακυκλωθεί πολλές φορές χωρίς αλλοίωση. Τέλος, για κάθε τόνο αλουμινίου που ανακυκλώνεται εξοικονομούνται περισσότεροι από 4 τόνους βωξίτη, 500 Kg σόδας, 100 Kg ασβεστόλιθου, 700 Kg κάρβουνο πετρελαίου, 25 Kg κρυολίτη και 35 Kg φθοριούχου αλουμινίου.
Σήμερα στην Ελλάδα ανακυκλώνεται ένα μικρό μόνο μέρος των απορριμμάτων, που ανέρχεται σε 30% για το χαρτί, 20% για το γυαλί και 29% για το αλουμίνιο. Από τη μία η έλλειψη κινήτρων, ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης και από την άλλη η απουσία ενός οργανωμένου δικτύου ανακύκλωσης σε πανελλαδική κλίμακα, είναι δυο λόγοι που συντελούν σε αυτό. Αντίθετα, στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη η απόρριψη σκουπιδιών έχει υψηλό κόστος και οι πολίτες επιλέγουν να τα διαχωρίσουν και να τα πετάξουν στους συγκεκριμένους κάδους προς ανακύκλωση.

Ιδιαιτέρα ενθαρρυντικό είναι πάντως, το γεγονός ότι σήμερα λειτουργούν στην Ελλάδα τα παρακάτω εγκεκριμένα συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης αποβλήτων:

  1. Σύστημα Συλλογικής Εναλλακτικής Διαχείρισης Αποβλήτων Λιπαντικών Ελαίων ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Α.Ε - ΕΛ.ΤΕ.ΠΕ. Α.Ε.
  2. Συλλογικό Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης Αποβλήτων Ηλεκτρικού και Ηλεκτρονικού εξοπλισμού «ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΣΥΣΚΕΥΩΝ Α.Ε»
  3. Συλλογικό Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης Φορητών Ηλεκτρικών Στηλών και Συσσωρευτών - ΣΣΕΔΦΗΣΣ
  4. Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσσωρευτών - ΣΥ.ΔΕ.ΣΥΣ.Α.Ε.
  5. Συλλογικό Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης Μεταχειρισμένων Ελαστικών «ECO – ELASTICA» Α.Ε.
  6. Συλλογικό Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης Οχημάτων Ελλάδας με το διακριτικό τίτλο «Ε.Δ.Ο.Ε. Α.Ε.»

4.3.2. Βιο-σταθεροποίηση ή λιπασματοποίηση (Composting)
Πρόκειται για μία μέθοδο ανάκτησης των οργανικών υλών των απορριμμάτων, που εκμεταλλεύεται τα οργανικά υλικά των απορριμμάτων (ποσοστό 20-60% της μάζας), τα οποία είναι βιο-αποδομήσιμα. Η βιο-σταθεροποίηση βασίζεται στην αερόβια βιολογική αποδόμηση του οργανικού κλάσματος των απορριμμάτων, κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες. Το τελικό υπόλειμμα αυτής της διεργασίας είναι ένα εδαφοβελτιωτικό υλικό που ονομάζεται compost και είναι σχετικά παρόμοιο με εκείνο που φυσιολογικά σχηματίζεται στο χώμα, μετά τη φυσική βιολογική αποδόμηση της νεκρής οργανικής ύλης που καταλήγει σε αυτό.
Για να παραχθεί compost, κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί σε καλλιέργειες, πρέπει τα απορρίμματα να πληρούν ορισμένες προδιαγραφές ως προς τα θρεπτικά στοιχεία που πρέπει να περιέχουν (άζωτο, φώσφορο), αλλά και ως προς τα ανεπιθύμητα συστατικά που δεν πρέπει να περιέχουν (πλαστικά, γυαλιά, μέταλλα, και άλλα). Για το λόγο αυτό, ο σωστός διαχωρισμός των απορριμμάτων στην πηγή, αλλά και η μηχανική διαλογή των απορριμμάτων που καταλήγουν στη μονάδα επεξεργασίας, είναι καθοριστικής σημασίας για την καταλληλότητα του υλικού που προορίζεται για τη διεργασία της λιπασματοποίησης. Συνεπώς, η διαδικασία της βιο-σταθεροποίησης, αναγκαστικά, συνδυάζεται με την ανακύκλωση.
Η βιο-σταθεροποίηση παρουσιάζει μια σειρά πλεονεκτημάτων, καθώς είναι μια φυσική βιολογική διεργασία και ως τέτοια δεν προκαλεί καμιά διαταραχή στα οικοσυστήματα. Επίσης, παρέχει τη δυνατότητα εμπλουτισμού των εδαφών και συμβάλλει έτσι, στη διατήρηση της γονιμότητας των εδαφών κι ακόμη στη μείωση της διάβρωσης σε επικλινείς αναδασωτέες περιοχές. Και αυτό, διότι είναι ένα οργανο-χημικό υλικό που η προσθήκη του στο χώμα βελτιώνει τα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του τελευταίου, ενώ η περιεκτικότητά του σε θρεπτικά στοιχεία, έστω και χαμηλή, συμβάλλει στην αύξηση των αποδόσεων των καλλιεργειών.
Παρολαυτά, όμως, το κόστος εφαρμογής της είναι μεγάλο, ενώ υπάρχει σαφής απαίτηση για ταφή, τουλάχιστον ενός μέρους από το μη ζυμώσιμο κλάσμα των σκουπιδιών. Θα πρέπει να σημειωθεί πως το κόστος της λιπασματοποίησης ανά τόνο σκουπιδιών είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο κόστος της ελεγχόμενης απόρριψης, ενώ δεν διαφέρει σημαντικά από την απλή καύση. Δεδομένου, όμως, ότι ένα μέρος της δαπάνης καλύπτεται από την εμπορική διάθεση του παραγόμενου compost, το τελικό κόστος της λιπασματοποίησης των οικιακών απορριμμάτων, σε πολλές περιπτώσεις, είναι μικρότερο της καύσης, αλλά πάντα μεγαλύτερο της ελεγχόμενης απόρριψης.
Επίσης, η διάθεση του compost δεν είναι πάντα μια εύκολη υπόθεση, καθώς η περιεκτικότητα σε τεμαχίδια γυαλιού, μετάλλων και πλαστικών καθιστά δύσκολο το χειρισμό του. Το πρόβλημα αυτό φαίνεται ότι συνεχώς μειώνεται με την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας μηχανικού διαχωρισμού των απορριμμάτων που οδηγεί στην παραγωγή όλο και περισσότερο καθαρού compost, αλλά, φυσικά, με μεγαλύτερο κόστος. Ένα άλλο πρόβλημα του compost των οικιακών απορριμμάτων, αλλά και του compost της λάσπης του βιολογικού καθαρισμού των λυμάτων των πόλεων, είναι η περιεκτικότητά τους σε βαρέα μέταλλα. Η περιεκτικότητα αυτή εξαρτάται από την ποιοτική σύσταση των σκουπιδιών και ο έλεγχός τους είναι απαραίτητος πριν από την επιλογή της λιπασματοποίησης, αλλά και περιοδικά μετά από αυτήν.

Το είδος της λιπασματοποίησης (κομποστοποίηση) μπορεί να ποικίλει από τη βραδεία έως την ελεγχόμενη, ανάλογα με τους στόχους. Αν η κομποστοποίηση γίνεται με σκοπό τη διαχείριση των απορριμμάτων, τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί η βραδεία μέθοδος, καθώς έχει χαμηλό κόστος εφαρμογής λόγω ακριβώς, της μικρής παρέμβασης (διαχείρισης), αλλά είναι αρκετά χρονοβόρα. Αντίθετα, αν ο στόχος είναι η παραγωγή εδαφοβελτιωτικού (compost), τότε η ελεγχόμενη κομποστοποίηση προτιμάται, καθώς είναι πολύ πιο ταχεία, έχει, όμως, υψηλότερο λειτουργικό κόστος. Η βραδεία κομποστοποίηση γίνεται με απόθεση των υλικών στο έδαφος σε σωρό, οπότε οι φυσικές διεργασίες λαμβάνουν χώρα με ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση. Η ελεγχόμενη κομποστοποίηση γίνεται είτε με την απόθεση στο έδαφος είτε με την τοποθέτηση του υλικού σε δοχεία στα οποία πραγματοποιείται ανάδευση και έλεγχος των συνθηκών, με σκοπό την παρέμβαση, έτσι ώστε να μεγιστοποιούνται οι αντιδράσεις βιο-αποικοδόμησης.
Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχία της κομποστοποίησης εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρων που θα πρέπει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό να ελέγχονται.

  • Το μέγεθος των υλικών που οδηγούνται προς κομποστοποίηση. Όσο μικρότερα τα κομμάτια των υλικών τόσο πιο ταχεία η διαδικασία της κομποστοποίησης και πιο ομογενοποιημένο compost, με αποτέλεσμα τη διευκόλυνση των διεργασιών αποδόμησης σε όλη του τη μάζα. Πολύ μικρά κομμάτια, όμως, θα πρέπει να αποφεύγονται για τη διευκόλυνση του αερισμού.
  • Η υγρασία είναι μια σημαντική παράμετρος, καθώς διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα νερού στους μικροοργανισμούς, ενώ, παράλληλα, επηρεάζει και τη διαθεσιμότητα του οξυγόνου. Μεγάλη ποσότητα υγρασίας αποτελεί εμπόδιο στην παρουσία οξυγόνου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σταδιακά και τοπικά συνθήκες αναερόβιας αποσύνθεσης, ενώ μικρή ποσότητα υγρασίας επιβραδύνει τη μεταβολική δραστηριότητα. Η βέλτιστη περιεκτικότητα σε υγρασία κυμαίνεται από 40-60%.
  • Η θερμοκρασία είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τη μεταβολική δραστηριότητα των μικρο- και μάκρο-οργανισμών που εμπλέκονται στη διαδικασία της κομποστοποίησης. Όσο οξειδώνεται ο άνθρακας προς διοξείδιο του άνθρακα (CO2) μειώνεται η μάζα και εκλύεται θερμότητα, αυξάνοντας τη θερμοκρασία του compost. Έτσι επιταχύνεται η διαδικασία, ενώ, παράλληλα, μειώνονται και οι παθογόνοι μικροοργανισμοί, οι οποίοι εμφανίζουν γενικά μικρή ανθεκτικότητα σε υψηλές θερμοκρασίες. Η βέλτιστη θερμοκρασία για τη διαδικασία της κομποστοποίησης κυμαίνεται από 50-60oC.
  • Το βέλτιστο pH για τις βιολογικές αντιδράσεις κυμαίνεται από 5,5-8. Τις πρώτες μέρες το pH του compost πέφτει καθώς σχηματίζονται οργανικά οξέα, σταδιακά, όμως, ανεβαίνει, καθώς τα οξέα αυτά καταναλώνονται.
  • Η αναλογία άνθρακα / αζώτου (C/N) αποτελεί μέτρο των βέλτιστων βιοχημικών συνθηκών λειτουργίας. Ο άνθρακας παρέχει την απαραίτητη ενέργεια, ενώ το άζωτο την πρώτη ύλη για τη σύνθεση των πρωτεϊνών, άρα και την ανάπτυξη των μικροοργανισμών. Η βέλτιστη αναλογία κυμαίνεται από 20-30 και διαμορφώνεται αναμειγνύοντας υλικά με διαφορετικό λόγο C/N. Ο λόγος C/N των διαφόρων υλικών μπορεί να βρεθεί από πίνακες, όπως ο παρακάτω.

Πίνακας 11: Αναλογία άνθρακα / αζώτου (C/N) ορισμένων απορριμμάτων

Υλικό

Λόγος C/N

Εφημερίδες

400 – 850

Χαρτόνι

~ 560

Πριονίδι

200 - 750

Φύλλα από δέντρα

40 - 80

Υπολείμματα τροφών

30-80

Απορρίμματα κουζίνας

15-19

Ξερό γκαζόν

20

Φρέσκα υπολείμματα κήπου

20

Φρέσκο γκαζόν

15

Υπολείμματα λαχανικών

~ 12

4.4. Διαχείριση νοσοκομειακών στερεών αποβλήτων
Σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. 37591/2031, ως Ιατρικά Απόβλητα θεωρούνται τα απόβλητα που παράγονται από Υγειονομικές Μονάδες και κατηγοριοποιούνται, ανάλογα με την προέλευσή τους, σε 3 κατηγορίες, ως ακολούθως:

  • οικιακού τύπου
  • ειδικά
  • μολυσματικά.

Ως οικιακού τύπου θεωρούνται εκείνα τα οποία προέρχονται από δραστηριότητες υποστηρικτικές της λειτουργίας των νοσοκομείων (από τα μαγειρεία, τα εστιατόρια, τις καφετέριες, τα γύψινα εκμαγεία, τα απορρίμματα γραφείων κ.λπ.). Προφανώς, αυτή η κατηγορία στερεών αποβλήτων μπορεί, χωρίς πρόβλημα, να αναμιχθεί με τα στερεά απόβλητα των οικιστικών περιοχών και να ακολουθήσει την ίδια μέθοδο διαχείρισης με αυτά.

Ως ειδικά απόβλητα χαρακτηρίζονται τα στερεά απόβλητα που περιέχουν τοξικές και ραδιενεργές ουσίες (αργυρούχα απόβλητα από ακτινολογικά εργαστήρια, χρησιμοποιημένα υδραργυρικά θερμόμετρα κ.λπ.) και πρέπει να ακολουθούν την προβλεπόμενη πορεία διαχείρισης μαζί με τα άλλα επικίνδυνα απόβλητα που προέρχονται, συνήθως, από τη βιομηχανία.
Τέλος, ως μολυσματικά χαρακτηρίζονται εκείνα τα οποία είναι λοιμογόνα ή δυνητικά λοιμογόνα (προϊόντα χειρουργείων, μονάδων αιμοδιάλυσης, από μικροβιολογικά και αιματολογικά εργαστήρια).

Ποσοστό της τάξης του 75% - 90% των ιατρικών αποβλήτων θεωρούνται μη επικίνδυνα (προσομοιάζουν με τα οικιακά απορρίμματα), ενώ τα υπόλοιπα 10-25% θεωρούνται επικίνδυνα. Στο σχήμα 18 απεικονίζεται η μέση σύσταση των ιατρικών αποβλήτων.

Σχήμα 18: Μέση σύσταση των ιατρικών αποβλήτων.


Πηγή: Air & Waste Management Association (AWMA), Medical Waste Disposal. Medical Waste Committee (WT-3), Technical Council, Air & Waste Management Association. J. Air,1994

Σύμφωνα με έκθεση του Υ.Π.Ε.Χ.Ω.Δ.Ε. το 2002 (αναφ. 16), στην Ελλάδα παράγονται 10687 Kg/ημέρα ιατρικών αποβλήτων, από τα οποία τα 80564 Κg/ημέρα είναι οικιακού τύπου και τα 26313 Kg/ημέρα μολυσματικά.
Η επεξεργασία των ιατρικών αποβλήτων γίνεται με διάφορες μεθόδους, όπως η αποτέφρωση, η πυρόλυση, η αποστείρωση, η απολύμανση με μικροκύματα και η χημική απολύμανση. Από αυτές οι πιο διαδεδομένες είναι η αποτέφρωση και η αποστείρωση. Η αποτέφρωση αναφέρεται στη διαδικασία ξηράς οξείδωσης των αποβλήτων σε υψηλές θερμοκρασίες, που μειώνει το οργανικό και δυνάμενο να καεί κλάσμα των αποβλήτων, καθώς και σε άλλες τεχνικές θερμικής επεξεργασίας, όπως η πυρόλυση, η αεριοποίηση ή η τεχνική πλάσματος. Το μειονέκτημα της αποτέφρωσης είναι τα απαέρια της καύσης τα οποία απαιτούν προσεκτική διαχείριση.
Η αποστείρωση είναι η καταστροφή παντός είδους μικροοργανισμών και των σπόρων τους με έκθεση τους σε φυσικούς ή χημικούς παράγοντες. Η μέθοδος της αποστείρωσης συνδυάζει θερμοκρασία, πίεση και υγρασία, έτσι ώστε να αλλοιώνεται η πρωτεϊνική δομή των μικροοργανισμών και αυτοί να αδρανοποιούνται (πρότυπο ΕΛΟΤ 12740/00). Η αποστείρωση δεν έχει την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα σε ό,τι αφορά σε ογκώδη αντικείμενα ή κυλίνδρους μεγάλου μήκους, ενώ εγείρονται και ηθικά-αισθητικά προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση των αποστειρωμένων, προϊόντων χειρουργείων (ανθρώπινα μέλη και όργανα).
Αναφορικά με την υφιστάμενη διαχείριση των Ι.Α. στην Ελλάδα (ΕΕΔΣΑ, 2006, www.eedsa.gr), θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και η συλλογή των ιατρικών αποβλήτων γίνεται σε ειδικούς σάκους, με διαφορετικό χρώμα ανάλογα με την επικινδυνότητά τους, στη συνέχεια, όμως, μεγάλο μέρος από αυτά οδηγούνται για ταφή σε χώρους ταφής των αστικών απορριμμάτων. Η μεταφορά, λοιπόν, μεγάλου ποσοστού των ιατρικών αποβλήτων γίνεται από τα συνηθισμένα απορριμματοφόρα των Ο.Τ.Α. (Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης). Συνέπεια των παραπάνω είναι να εγκυμονούν κίνδυνοι για την υγεία των εργαζόμενων, τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον γενικότερα.
Επιπροσθέτως, οι μονάδες αποτέφρωσης μολυσματικών αποβλήτων, στα νοσοκομεία που διαθέτουν τέτοιες μονάδες, είναι συνήθως παλαιάς τεχνολογίας και δεν λειτουργούν σύμφωνα με τις θεσμοθετημένες προδιαγραφές καύσης αποβλήτων. Έτσι, έχουμε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση της ατμόσφαιρας με επικίνδυνους αέριους ρύπους και τη μη επαρκή προστασία της Δημόσιας Υγείας και του Περιβάλλοντος. Τα υπολείμματα της καύσης θάβονται μαζί με τα αστικά απορρίμματα στους ίδιους χώρους ταφής, χωρίς να έχει πρωτύτερα προσδιοριστεί η σύσταση της τέφρας ή η περιεκτικότητά της σε βαρέα μέταλλα, προκειμένου να κριθεί, εάν πρέπει ή όχι, να γίνεται διάθεσή της μαζί με τα αστικά.

4.5. Διαχείριση επικινδύνων και τοξικών αποβλήτων
Ως τοξικά και επικίνδυνα ορίζονται τα απόβλητα ή ο συνδυασμός αποβλήτων που μπορεί να δημιουργήσουν σημαντικό ή πιθανό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και τους ζωντανούς οργανισμούς. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των επικίνδυνων και τοξικών απόβλητων είναι:

  • είναι δύσκολα ή καθόλου αποικοδομήσιμα στη φύση
  • δύνανται να συσσωρεύονται βιολογικά
  • επιφέρουν επιζήμια συσσωρευτικά αποτελέσματα (μεταλλάξεις, τερατογένεση, καρκινογένεση)
  • μπορεί να αποβούν θανατηφόρα

Τα επικίνδυνα και τοξικά απόβλητα παράγονται κατά κύριο λόγο από βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αξίζει, όμως, να σημειωθεί πως ένα μικρό μέρος των αστικών απορριμμάτων δύναται να είναι επικίνδυνα ή/και τοξικά (π.χ. χρώματα, διαλύτες, φάρμακα, υλικά καθαρισμού και μπαταρίες). Στη Ελλάδα, τα Ε.Α. προέρχονται από τη λειτουργία των βιομηχανικών κλάδων, όπως η διύλιση και η άντληση πετρελαίου, δραστηριότητες παραγωγής πετρελαιοειδών καταλοίπων, αναγέννηση χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων, παραγωγή λιπασμάτων, χάλυβα, σιδηρονικελίου, αλουμινίου, αμιαντοτσιμέντου, υπεροξειδίου του μαγγανίου, επιφανειακή κατεργασία μετάλλων, παραγωγή ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών μολύβδου, ανακύκλωση συσσωρευτών μολύβδου, βυρσοδεψεία, βαφεία, φινιριστήρια, παραγωγή χημικών προϊόντων, τεχνητών ινών, τεχνητής ξυλείας – ρητινών – συνθετικών υλών, ναυπηγεία, καθώς και παραγωγή και συσκευασία γεωργικών φαρμάκων.
Η διαχείριση των Ε.Α. θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται τουλάχιστο μία από τις παρακάτω αρχές:

  1. η εξάλειψη ή μείωση της επικινδυνότητάς τους με τη μετατροπή των επικινδύνων συστατικών σε μη επικίνδυνα,
  2. η μετατροπή των επικινδύνων συστατικών των αποβλήτων σε άλλες ουσίες, οι οποίες, αν και είναι επικίνδυνες, να μπορούν να υποστούν ευκολότερα περαιτέρω επεξεργασία,
  3. η μετατροπή σε τέτοιες μορφές, ώστε να εμποδίζεται ή να ελαχιστοποιείται η απελευθέρωση ρύπων στο περιβάλλον, σε περίπτωση που τα απόβλητα αυτά οδηγηθούν για τελική διάθεση,
  4. η επιλεκτική κατακράτηση επικίνδυνων συστατικών των αποβλήτων.
    Στην πλειονότητα των περιπτώσεων εφαρμόζεται συνδυασμός μεθόδων με σκοπό την επίτευξη όσο το δυνατόν καλύτερης επεξεργασίας και αδρανοποίησης των Ε.Α. Η διάθεση των υπολειμμάτων ή των παραπροϊόντων των διαδικασιών επεξεργασίας θα πρέπει να γίνεται σε κατάλληλα διαμορφωμένους Χώρους Υγειονομικής Ταφής Επικίνδυνων Αποβλήτων (Χ.Υ.Τ.Ε.Α).

Οι μέθοδοι επεξεργασίας μπορούν να διακριθούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

  • Φυσικές/Χημικές μέθοδοι. Στοχεύουν στο διαχωρισμό των συστατικών τους, καθώς και στη μεταβολή της σύστασής τους προς λιγότερο επικίνδυνες μορφές ή σε μορφές που επιδέχονται περεταίρω επεξεργασία.
  • Στερεοποίηση / Σταθεροποίηση. Στόχος των μεθόδων αυτών είναι η τροποποίηση της δομής τους, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα έκλυσης ή εκχύλισης των επικίνδυνων συστατικών των αποβλήτων.
  • Βιολογικές μέθοδοι. Στοχεύουν στη αποδόμηση των οργανικών συστατικών.
  • Θερμικές μέθοδοι. Στοχεύουν στην πλήρη καταστροφή των Ε.Α. και βασίζεται στις ίδιες αρχές, όπως και η αποτέφρωση των αστικών απορριμμάτων.

4.6. Διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων
Τα ραδιενεργά κατάλοιπα λόγω της τοξικότητάς τους, του μεγέθους της εξά­πλωσης τους και της αθροιστικής τους δράσης, αποτελούν την πιο επικίνδυνη μορφή ρύπανσης του περιβάλλοντος. Μερικά από αυτά, και συγκεκριμένα τα υψηλού επιπέδου ραδιενεργά απόβλητα που παράγονται από σταθμούς παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, παραμένουν επικίνδυνα για χιλιάδες χρόνια. Χαρακτηριστικά, να αναφέρουμε πως οι περισσότεροι πυρηνικοί αντιδραστήρες χρησιμοποιούν πλουτώνιο (238Pu), το οποίο έχει χρόνο ημιζωής 200.000 χρόνια.
Τα ραδιενεργά απόβλητα παράγονται από 4 ειδών δραστηριότητες:

  • Πυρηνικούς αντιδραστήρες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
  • Λειτουργία ερευνητικών αντιδραστήρων
  • Χρήση ραδιενεργών υλικών στην ιατρική και τη βιομηχανία
  • Επεξεργασία υλικών που περιέχουν φυσικά ραδιονουκλεοτίδια.

Οι σημαντικότερες πηγές της εστιάζονται στις περιοχές που γίνονται οι πυρηνικές δοκιμές και εκρήξεις και εκεί που είναι εγκατεστημένες οι πυρηνικές εγκαταστά­σεις ή φυλάσσονται πυρηνικά όπλα και ραδιενεργά υλικά.
Τα ραδιενεργά απόβλητα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τα επίπεδα της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, χαρακτηριστικό που καθορίζει και τη μέθοδο διαχείρισης τους:

  • Τα χαμηλού επιπέδου ραδιενεργά απόβλητα (π.χ. ιατρικά απόβλητα) καταλαμβάνουν το 90% του όγκου, αλλά μόλις το 1% της εκπεμπόμενης ραδιενέργειας εκ του συνόλου των ραδιενεργών αποβλήτων. Τα απόβλητα αυτά μπορούν να διατεθούν για ενταφιασμό.
  • Τα μεσαίου επιπέδου ραδιενεργά απόβλητα (χημικές λάσπες, εξαρτήματα αντιδραστήρων κ.λπ.) καταλαμβάνουν το 7% του όγκου και το 4% της εκπεμπόμενης ραδιενέργειας εκ του συ­νό­λου των ραδιενεργών αποβλήτων. Εκπέμπουν αρκετά υψηλή ποσότητα ραδιενέργειας ώστε να μην επιτρέπεται η εδαφική διάθεση (ενταφιασμός). Η πρακτική της διάθεσης σε μεγά­λα βάθη στους ωκεανούς έχει χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο για τη διάθεση των αποβλήτων αυτών.
  • Τα υψηλού επιπέδου ραδιενεργά απόβλητα καταλαμβάνουν μόλις το 3% του όγκου, αλλά το 95% της εκπεμπόμενης ραδιενέργειας, εκ του συνόλου των ραδιενεργών αποβλήτων. Υφίστανται τη διαδικασία της υαλοποίησης (ενσωμάτωση σε βοριοπυριτικό γυαλί γνωστό ως Pyrex), το οποίο σφραγίζεται μέσα στα μεταλλικά κουτιά ανοξείδωτου χάλυβα, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα έκπλυσης ή εκχύλισής τους και διατίθενται για βαθύ ενταφιασμό σε ειδικούς χώρους εναπόθεσης.